Προχθές συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τον θάνατο του Φρανθίσκο Φράνκο. Με τον θάνατο του δικτάτορα ξεκίνησε η αποδόμηση του καθεστώτος, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η δικτατορία δεν ήταν έργο μόνο του Φράνκο. To εξηγεί με μαεστρία ο Νικολάς Σέσμα σε μια πολυσέλιδη μελέτη – Ni una, ni grande, ni libre. La dictadura franquista (1939-1977) – που εκδόθηκε στη Βαρκελώνη το 2024 και της οποίας το αντικείμενο είναι η φρανκική δικτατορία και όχι ο ίδιος ο Φράνκο.
Το βιβλίο ξεκινά με την αναφορά σε μια σκηνή που μεταδόθηκε ζωντανά από τη δημόσια ισπανική τηλεόραση στις 24 Οκτωβρίου 2019 και η οποία θυμίζει στον συγγραφέα ταινία του Φελίνι. Πρόκειται για τη μεταφορά με ελικόπτερο της σορού του Φράνκο από το μαυσωλείο του στη λεγόμενη Κοιλάδα των Πεσόντων στο νεκροταφείο του Μινγκορούμπιο της Μαδρίτης, όπου αναπαύονται τα λείψανα εκπροσώπων όλου του πολιτικού και κοινωνικού φάσματος του φρανκικού φασισμού: της Κάρμεν Πόλο, συζύγου του Φράνκο, του Λουίς Καρέρο Μπλάνκο και του Κάρλος Αριας Ναβάρο, των δυο τελευταίων πρωθυπουργών του δικτάτορα κ.ά.
Το Μινγκορούμπιο, υποστηρίζει ο Σέσμα, αντιπροσωπεύει καλύτερα από την Κοιλάδα των Πεσόντων τη συλλογική φύση του φρανκισμού, το πλέγμα ατόμων, ομάδων και θεσμών.
Στις 20 Νοεμβρίου 1975, την ημέρα που πέθανε ο Φράνκο, ήμουν 22 ετών, τελειόφοιτος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κομπλουτένσε της Μαδρίτης και έκανα τη στρατιωτική μου θητεία στο Ελ Ααϊούν, πρωτεύουσα της τότε ισπανικής επαρχίας της Σαχάρας.
Στις πέντε το πρωί, ο θαλαμοφύλακας, φίλος μου, με ξύπνησε και μου είπε ότι ο Φράνκο είχε πεθάνει, ότι μόλις το είχαν ανακοινώσει στο ραδιόφωνο. Μόλις δύο μήνες πριν, στις 27 Σεπτεμβρίου, πέντε άτομα είχαν εκτελεστεί με τουφεκισμό στην Ισπανία. Ηταν οι τελευταίες εκτελέσεις που είχε υπογράψει ο Φράνκο.
Αν έκανα τη στρατιωτική μου θητεία στην Αφρική, ενώ ήμουν ακόμα φοιτητής, δεν ήταν από δική μου επιλογή. Η τελευταία αίτηση αναβολής είχε απορριφθεί λόγω του ποινικού μου μητρώου. Τους πρώτους μήνες στο πανεπιστήμιο κλήθηκα από την αστυνομία επειδή με είχαν δει μαζί με έναν ύποπτο φοιτητή, γεγονός που έκανε και εμένα ύποπτο. Την επόμενη χρονιά με συνέλαβαν και με κράτησαν τρεις μέρες στις εγκαταστάσεις της Γενικής Διεύθυνσης Ασφάλειας στην Πουέρτα δελ Σολ επειδή συμμετείχα σε μια συνέλευση στη σχολή. Θυμάμαι τους έφιππους αστυνομικούς εκείνο το πρωί στην πανεπιστημιούπολη.
Την τρίτη φορά με συνέλαβαν στο κέντρο της Μαδρίτης. Ηταν 20 Δεκεμβρίου 1973, εκείνη την ημέρα ξεκινούσε στο λεγόμενο Δικαστήριο Δημόσιας Τάξης, η δίκη εναντίον της ηγεσίας των Εργατικών Επιτροπών (Comisiones Obreras), και είχε σχηματιστεί μια μεγάλη ουρά από ανθρώπους που είχαμε συγκεντρωθεί για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας προς τους συνδικαλιστές. Γιατί και η αντίσταση στη δικτατορία ήταν, βλέπετε, συλλογική.
Στις εννιάμισι το πρωί, όχι πολύ μακριά από εκεί, μια ισχυρή έκρηξη ανατίναξε το αυτοκίνητο του πρωθυπουργού, ναυάρχου Λουίς Καρέρο Μπλάνκο, το οποίο κατέληξε στην οροφή ενός κτιρίου δίπλα στην εκκλησία όπου ο ήδη νεκρός πρωθυπουργός είχε λίγο νωρίτερα παρακολουθήσει, όπως συνήθιζε, την πρωινή λειτουργία. Από εκείνη τη στιγμή, η περιοχή γύρω από τα Δικαστήρια μετατράπηκε σε κόλαση. Κατέληξα και πάλι στη Γενική Διεύθυνση Ασφάλειας και την ίδια νύχτα μεταφέρθηκα στη φυλακή του Καραμπαντσέλ, όπου κρατήθηκα για δύο μήνες. Η παράνομη διαδήλωση ήταν σοβαρό αδίκημα.
Στα είκοσι δύο μου χρόνια, το φρανκικό καθεστώς είχε ήδη αναμειχθεί αρκετά στη ζωή μου – όπως και στη ζωή τόσων άλλων ανθρώπων –, όλα όμως είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, πριν φτάσω στη Μαδρίτη για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο. Ολα είχαν ξεκινήσει την ίδια μέρα που γεννήθηκα, ή, για την ακρίβεια, την επόμενη μέρα, όταν ο πατέρας μου πήγε να με δηλώσει στο ληξιαρχείο.
Ο πατέρας μου, ένας ήρεμος και μάλλον δειλός άνθρωπος, συμπλήρωσε και παρέδωσε τα έντυπα και περίμενε την απόφαση του υπαλλήλου, ο οποίος είπε κάτι σαν «Βιθέντε, ε;». «Βιθέντε, ναι, όπως εγώ» απάντησε ο πατέρας μου. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Για τους γονείς μου, η 1η Απριλίου ήταν η ημέρα που γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Για το καθεστώς, για τους υπαλλήλους του ληξιαρχείου, η 1η Απριλίου ήταν η Ημέρα της Νίκης, η ημέρα που τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος με τη νίκη των στρατευμάτων του Φράνκο – κάθε άλλο παρά πρωταπριλιάτικο ψέμα –, και δεν ήταν πρέπον να σου γεννηθεί παιδί εκείνη την ημέρα και να μην το ονομάσεις Βίκτορ.
Ετσι το αποσαφήνισε ο υπάλληλος, και ο δύστυχος ο πατέρας μου, φοβισμένος, έσπευσε να προσθέσει το Βίκτορ στο όνομά μου, έτσι ώστε να λέγομαι Βιθέντε Βίκτορ. Ολα αυτά τα ανακάλυψα, μου τα διηγήθηκε η μητέρα μου, όταν έπρεπε να βγάλω ταυτότητα για πρώτη φορά. Μέχρι τότε ζούσα μόνο με το Βιθέντε. Για κάποιο διάστημα μετά τη μεταπολίτευση σκέφτηκα να κάνω αίτηση για αλλαγή ονόματος και να απαλλαγώ από το Βίκτορ, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να μην το κάνω. Aποφάσισα ότι ήταν προτιμότερο να διατηρήσω τη μνήμη των δεινών του φρανκισμού, τη μνήμη του φόβου του πατέρα μου στο όνομά μου.
Ο Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ είναι πανεπιστημιακός και μεταφραστής







