Ο εικοσιεννιάχρονος που σκότωσε έναν πενηνταοχτάχρονο και ο επταμισάχρονος που τουλούμιασε έναν οχτώ παρά τέταρτο. Καθημερινώς νέες παραλαβές.
Η μισή Ελλάδα δέρνεται και η άλλη μισή καταγράφει την εμπειρία. Δεν είναι καλό, δεν είναι καθόλου καλό αυτό το ζύγι. Ο Θόδωρος και το δίκαννο. Τι να πουν κι οι ορεσίβιοι της Κρήτης όταν βλέπουν ότι η δουλειά γίνεται και με δυο τρία κοπανήματα του θύματος πάνω στο τιμόνι, χωρίς οπλοστάσια και σφαίρες με ονοματεπώνυμο; Εν τω μεταξύ οι καφετέριες παντού ίδιες. Τίγκα σε τοκιστές και σουλατσαδόρους που χαζεύουν τη φάση σαν να μην τρέχει τίποτα. Στη θέση τους, κι εγώ το ίδιο θα έκανα αν μου επέτρεπε ο εαυτός μου να το κάνω – με δυο τρεις ξανάστροφες, πού θα πάει, θα πάθω, θα μάθω και θα συμμορφωθώ.
Επειδή τελευταία περνάω τις κλειστές μου, έχω συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις μου στο ασανσέρ. Συμπεραίνω από τον ήχο που κάνουν τα σύρματα καθώς τρίβονται μεταξύ τους κι αναλόγως χαράσσω γραμμή άμυνας. Μέσα μου ταρατατά, σαλπίζουν οι σάλπιγγες του πολέμου. Ποιος είναι; Πού θα κατεβεί; Τι κρατάει; Διαισθάνομαι ακόμα και το τρίξιμο της πίτσας μέσα στο κουτί της και μαντεύω αν είναι σκέτο μπέικον ή αν έχει μέσα και πεπερόνι.
Στο πεπερόνι αυτομάτως οπλίζω, χρακ. Τι έχω για να οπλίσω; Τίποτα. Παλιά που πειράζανε τα κορίτσια στον δρόμο, κυκλοφορούσα με μια κρεμάστρα μέσα από το παλτό μου, όταν γύριζα βράδυ από τα αγγλικά. Σήμερα που τα σκοτώνουν με τη μια-ευτυχώς δεν είμαι πια κορίτσι.
Ο κοντορεβυθούλης για να μη χαθεί στο δάσος εκείνος και τ’ αδέλφια του, και να γυρίσουν ασφαλείς στο σπίτι, έριχνε πίσω του πετραδάκια. Εμένα πού είναι το σπίτι μου και τι έχω να πετάξω πίσω μου για να ξαναβρώ τον δρόμο; Πρώτα πετάω τα χέρια μου μη νομίσει κανείς ότι είμαι οπλισμένη. Μετά ξεβιδώνω το κεφάλι μου και το πετάω κι εκείνο, να πάψω να σκέφτομαι γιατί η σκέψη στις μέρες μας είναι εκτός νόμου. Τελευταία πετάω τα πόδια μου. Γιατί έτσι όπως έγινα, θέλω κάποιος να με πάρει αγκαλιά για να με πάει σπίτι.







