Η ελληνική γλώσσα εξακολουθεί να δανείζει στην αγγλική. Το διαπιστώνω καθώς παρακολουθώ επί χρόνια τις διεθνείς εξελίξεις μέσω Διαδικτύου και εκτίθεμαι καθημερινά στην τρέχουσα, τη διεθνή αγγλική, που κυριαρχεί πλέον στα ΜΜΕ. Να σας πληροφορήσω, λοιπόν, ότι η τελευταία μόδα είναι το «optics» και το «kinetic». Αν ανήκεις στον αγγλόφωνο κόσμο και έχεις δημόσιο λόγο επί των θεμάτων της επικαιρότητας, σοβαρών και μη, δεν γίνεται να μην πετάξεις ένα «optics» ή ένα «kinetic» μέσα στα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που ανοίγεις το στόμα σου.

Αυτές οι δύο ελληνικότατες λέξεις προϋπήρχαν βέβαια στην αγγλική, κυρίως στο επιστημονικό πεδίο της γλώσσας. Ομως τα τελευταία χρόνια η έννοιά τους διευρύνθηκε και ξαφνικά έχουν εισβάλει στη γλώσσα των ειδικών, των αναλυτών, των δημοσιογράφων και όσων τέλος πάντων έχουν ανάγκη να μιλούν «κάπως» για να δείχνουν ή να παριστάνουν ότι ξέρουν περισσότερα από τον κοινό πληβείο και να επιβεβαιώνουν έτσι τη θέση που τους επιτρέπει να μιλούν ως επαΐοντες.

Το «optics», όπως το χρησιμοποιούν, σημαίνει τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται από τους τρίτους η εικόνα την οποία προβάλλει κάποιος. Παρακολουθήστε μια οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση σε οποιοδήποτε σοβαρό αγγλόφωνο ΜΜΕ και θα την ακούσετε στο πρώτο λεπτό. Το «kinetic», τώρα, το ανακαλύψανε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, από τον στρατιωτικό όρο «kinetic war», που σημαίνει εκείνο το μέρος του πολέμου στο οποίο η επαφή με τον εχθρό είναι άμεση.

Γρήγορα η χρήση της επεκτάθηκε, με τη μεταφορική της έννοια, στο πεδίο της πολιτικής, της οικονομίας και το ακούς πια παντού και για τα πάντα. Ακόμη και στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται από απλούς ανθρώπους σε συνεντεύξεις και ντοκιμαντέρ. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου, λοιπόν, αν τις υιοθετήσουμε και εμείς στην τρέχουσα ορολογία, από τα αγγλικά βεβαίως. Εισαγωγής, αλίμονο!

Τα επισημαίνω αυτά, επειδή αναρωτιέμαι μήπως τέτοιου είδους γλωσσικά δάνεια θα μπορούσαν να θεωρηθούν λογοκλοπή ή κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας εις βάρος του εξυπνότερου λαού του κόσμου, που ζει στην ομορφότερη χώρα του κόσμου.

Στην περίπτωση αυτή, η λογοκλοπή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο της ελληνικής πλευράς, στη διαπραγμάτευση που ατύπως υφίσταται με τις βρετανικές Αρχές για την τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα. Θα μπορούσαμε να τους απειλήσουμε με ασφαλιστικά μέτρα επειδή χρησιμοποιούν δικές μας λέξεις χωρίς να μας ρωτήσουν. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό κάναμε κάποτε με τη Βόρεια Μακεδονία. Γιατί να μην το ξανακάνουμε πάλι;

ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΜΩΑΜΕΘ

Παρακολουθώ την προσπάθεια του Σωκράτη Φάμελλου να μεθοδεύσει με ευπρέπεια τη σύσσωμη μετακόμιση του ΣΥΡΙΖΑ και, φυσικά, της όλως απαραίτητης Προοδευτικής Συμμαχίας στο νέο κόμμα που φέρεται να έχει στα σκαριά ο Αλέξης Καραμήτρος, μέχρι πρότινος γνωστός με το επώνυμο Τσίπρας. Στο κάτω κάτω, κάποιοι θα πρέπει να μείνουν πίσω για πρακτικούς λόγους. Ποιος θα πληρώσει τους λογαριασμούς; Ηλεκτρικό, Ιντερνετ, τηλέφωνο, ραδιοσταθμός θα μείνουν στον αέρα;

Είναι και το άλλο, ξέρετε. Είναι ότι αν μετακομίσουν τελικά όλοι τους, πλην των γνωστών εξαιρέσεων (Πολάκης, Παππάς, Δούρου), αν μάλιστα επιστρέψουν και ορισμένοι από τη Νέα Αριστερά (Αχτσιόγλου, Χαρίτσης, Τζανακόπουλος), τότε το νέο κόμμα, η νέα αρχή, το αποτέλεσμα του rebranding τέλος πάντως, θα είναι ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ! Τότε προς τι όλη η φασαρία; Ηταν άσκοπη, θα κρίνουν πολλοί και θα έχουν δίκιο. Αφού πάλι επί τα αυτά είμαστε, τι νόημα είχε; Επίσης, θα είναι ένα προδήλως κουτό εγχείρημα, με την έννοια της παντελώς άσκοπης δαπάνης κάθε είδους πόρων και πολιτικού κεφαλαίου. Γιατί, δηλαδή, τόσοι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν για να πάνε να βρούνε τον κ. Καραμήτρο και δεν πήγε εκείνος σε αυτούς κατευθείαν; Γιατί να πρέπει κοτζάμ βουνό να πάει στον Μωάμεθ όταν είναι τόσο απλό να πάει ο ίδιος στο βουνό;

Ολα θα ήταν ευκολότερα και απλούστερα αν ο Μωάμεθ είχε κάνει τον κόπο. Ενα νέο όνομα χρειαζόταν μόνο, καθώς κι ένα βαψιματάκι στο κτίριο. Κάτι καλόγουστο και διακριτικό, ας πούμε πράσινο φιστικί, με τα κουφώματα σε ένα ωραίο, φωτεινό, κίτρινο κροκί και λουλουδάτες τέντες – θα τα κανόνιζε αυτά η κυρία Μπέττυ. Ενώ τώρα θυμίζουν το ανέκδοτο με τους Πόντιους και τη λάμπα. Πόσοι χρειάζονται για να την αλλάξουν; Ε, να μη χρειάζονται πέντε-έξι; Ο ένας να κρατάει τη λάμπα και οι άλλοι να γυρίζουν τη σκάλα…