Αυτό που θα πίστευε κάθε λογικός άνθρωπος, έπειτα από την ειρηνευτική πρόταση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που ήρθε στη δημοσιότητα, έγινε χθες το πρωί. Με δήλωσή της στον ΟΗΕ, η εκπρόσωπος της Ουκρανίας στα Ηνωμένα Εθνη Χριστίνα Γκαγιοβίσιν, έκανε σαφή την πρόθεση του Κιέβου να μη συζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο.
«Η θέση της Ουκρανίας είναι σαφής: τα εδάφη δεν είναι αντικείμενο πώλησης και η κυριαρχία δεν γίνεται αντικείμενο παζαριών», είπε η εκπρόσωπος. Και διευκρίνισε:
«Η Ουκρανία δεν θα δεχθεί κανέναν περιορισμό του δικαιώματός της σε άμυνα ή σε αριθμό και δυνατότητες των ενόπλων δυνάμεών της. Επίσης δεν θα δεχθούμε καμία παραβίαση της κυριαρχίας μας, συμπεριλαμβανομένου του κυρίαρχου δικαιώματός μας να επιλέγουμε συμμαχίες στις οποίες θέλουμε να ενταχθούμε. Δεν θα επιβραβεύουμε τις γενοκτονικές τάσεις πάνω στις οποίες βασίζεται η ρωσική επιθετικότητα υπονομεύοντας την ταυτότητά μας, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας μας».
Είναι εύλογη η απάντηση της Ουκρανίας στην πρόταση Τραμπ, ο οποίος ξαναέφερε μια πρόταση που οδηγούσε σε λεόντειο συμφωνία υπέρ της Ρωσίας. Πρόταση που δικαίωνε την επιθετική βουλιμία μιας ισχυρής χώρας, έναντι μιας ανεξάρτητης γείτονος την οποία επιδιώκει να μετατρέψει σε χώρα δορυφόρο ή σε χώρα παρία, ενταγμένη στις στρατηγικές μιας υποθετικής μεγάλης Ρωσίας – και στην πραγματικότητα μιας μεγάλης ολοκληρωτικής Ρωσίας.
Η επιλογή της Ουκρανίας και της κυβέρνησης Ζελένσκι είναι γενναία και έχει χαρακτηριστικά εθνορομαντικά – κυρίως τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση. Αλλά είναι και καθοριστική για την εξέλιξη του ουκρανικού προβλήματος στη δεδομένη συγκυρία. Η Ουκρανία, μια χώρα που άντεξε στην ολοκληρωτική επίθεση της στρατιωτικής μηχανής του Πούτιν και στα εγκλήματά της, και αμύνεται σθεναρά έχοντας καταφέρει ουσιαστικά πλήγματα στη Ρωσία η οποία μοιάζει εγκλωβισμένη σε έναν αντιπαραγωγικό πόλεμο, έπειτα κι από ένα μεγάλο σκάνδαλο που έπληξε τον πρόεδρο Ζελένσκι, χρειαζόταν μια ένεση αυτοπεποίθησης – κι αυτή τη δίνει η περήφανη απάντηση σε ένα σχέδιο που ακουγόταν περιφρονητικό τουλάχιστον του αγώνα των στρατιωτών και των πολιτών της.
Επειδή θα ήταν ασέβεια προς τους νεκρούς του πολέμου και θα ανέστελλε την επιθυμία των ουκρανών πολιτών για ελευθερία και ένταξη στον δυτικό κόσμο, η αποδοχή επανασχεδιασμού των συνόρων του ουκρανικού κράτους και η αποδοχή περιορισμού της κυριαρχίας του. Αλλά και επειδή θα συνιστούσε ήττα της Ευρώπης η επαναπροσέγγιση μιας χώρας που ποδοπάτησε τις διεθνείς συνθήκες και τις συμφωνίες τις οποίες είχε υπογράψει, ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που πάντα προβάλλει ως κίνδυνος για την παγκόσμια ισορροπία.
Στο μεταξύ, η ουσία είναι άλλη. Οι στόχοι της λεγόμενης «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» της Ρωσίας που εξαρχής είχαν τεθεί, η «αποναζιστικοποίηση», η αποστρατιωτικοποίηση και η αποτροπή της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποδείχτηκαν ανέφικτοι – και δεν έγιναν εφικτοί ούτε χάρη στη «βοήθεια» του Τραμπ.
Η Ρωσία είναι καταδικασμένη να υποστεί τις συνέπειες αυτού του πολέμου: το οικονομικό και το κοινωνικό πρόβλημα, που προσωπικά μου θυμίζει τις συνέπειες του πολέμου της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν, το 1979, και ουσιαστικά συνέβαλε στην κατάρρευση του κομμουνισμού.
Το όνειρο του Πούτιν τρίζει – και δεν θα το σώσει ο Τραμπ.







