«Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα / σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του / είναι γαλανό / σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει στο ψαχνό», εμμένει συγκλονιστικά ο Πάουλ Τσέλαν στη «Φούγκα του θανάτου» (βλ. John Felstiner, Paul Celan: ποιητής, επιζών, εβραίος, μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Νεφέλη, σ. 61). «Η φασιστική τέχνη δοξολογεί την υποταγή, επαινεί τη βλακεία, εξιδανικεύει τον θάνατο», επισημαίνει (και προειδοποιεί) η Σούζαν Σόνταγκ στο πολυσυζητημένο δοκίμιό της «Η γοητεία του φασισμού» (βλ. Susan Sontag, Γυναίκες, μτφρ. Δανάη Σιώζου, εκδ. Gutenberg, σ. 201).
Η Σόνταγκ επίσης μας θυμίζει: Viva la muerte, ζήτω ο θάνατος, ήταν το σύνθημα των φασιστών του Φράνκο. Και ο Κάρλος Βίντερ, ο φρικτός και αποτρόπαιος πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο Μακρινό Αστέρι (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Αγρα) απλώνει με καπνό στον ουρανό ολιγόλεκτα ποιήματα που διακηρύσσουν: Ο θάνατος είναι φιλία· ο θάνατος είναι αγάπη· ο θάνατος είναι μετάληψη· ο θάνατος είναι ανάληψη· ο θάνατος είναι καθαριότητα· ο θάνατος είναι η καρδιά μου· ο θάνατος είναι ανάσταση· ο θάνατος είναι Χιλή.
Ο Μπολάνιο, σχεδόν σε όλο του το πολύπτυχο έργο (ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια) καταπιάνεται με τη φασιστική/ναζιστική φρικωδία. Πάντα εγκύπτοντας στην αχανή βιβλιοθήκη του νου του, πάντα χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά ένα πικρό, διαβρωτικό χιούμορ, πάντα κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. Είκοσι δύο χρόνια μετά τον αδόκητο χαμό του, οι φράσεις του παραμένουν εκκωφαντικά επίκαιρες.
Το Μακρινό Αστέρι συνιστά μιαν ισχυρή επεξεργασία και ανάπτυξη της ιστορίας του υποσμηναγού Ραμίρες Χόφμαν, της Χιλιάνικης Πολεμικής Αεροπορίας, όπως τη διαβάζουμε στο τελευταίο κεφάλαιο του υβριδικού μυθιστορήματος Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Αγρα), το οποίο κυκλοφόρησε το 1996 και συνέβαλε στην καθιέρωση του δημιουργού του, που έκτοτε και εύστοχα χαρακτηρίζεται κοκτέιλ Borges & Kerouac!
Στην ιστορία του Χόφμαν παρεμβαίνει ο Αμπελ Ρομέρο, ένας από τους διασημότερους αστυνόμους της Χιλής, και λέει, στην ακροτελεύτια φράση της Ναζιστικής Λογοτεχνίας: «Να προσέχεις, Μπολάνιο». Η (ενδο)διακειμενικότητα στο φουλ· το Μακρινό Αστέρι κλείνει με τον ίδιο Ρομέρο να λέει στον (ανώνυμο, εν προκειμένω) πρωτοπρόσωπο αφηγητή: «Να προσέχετε τον εαυτό σας, φίλε μου».
Ναι, διότι ο φασισμός ελλοχεύει πάντα, καραδοκεί παντού.
Και ο Μπολάνιο επανέρχεται και επιμένει.
Διπλοτυπία: ο επαίσχυντος Ραμίρες Χόφμαν, που επί Σαλβαδόρ Αγιέντε λεγόταν Εμίλιο Στέβενς, στο Μακρινό Αστέρι είναι ο Κάρλος Βίντερ που, πριν από το πραξικόπημα του Πινοτσέτ, εμφανιζόταν ως Αλπέρτο Ρουίς Τάγκλε. Αμφότεροι (που είναι οι ίδιοι, δηλαδή) θητεύουν στην υποτιθέμενη αβανγκάρντ της Χιλής και εν συνεχεία διακονούν ένα άθλιο κράμα στυγερότητας, διεστραμμένης αισθητικής, παράνοιας και εγκλήματος.
Ο Βίντερ, τέως Τάγκλε, οδηγεί ένα Μέσερσμιτ 109 της Λουφτβάφε, και επιδίδεται στη συγγραφή ποιημάτων στον ουρανό, ποιημάτων που εκθειάζουν τον θάνατο και τον φασισμό, όπως είδαμε. Εμπλέκεται, συνάμα, σε βασανιστήρια και επονείδιστες εγκληματικές ενέργειες των μυστικών υπηρεσιών, επιδίδεται σε φωτογραφικές και κινηματογραφικές καταγραφές φρικαλεοτήτων, θεωρώντας μάλιστα ότι αποτελούν υψηλή τέχνη.
Γνώστης βαθύς του Σαίξπηρ, ο Μπολάνιο θα βάλει έναν σαλό, τον Νορμπέρτο, κρατούμενο στα κολαστήρια της χιλιάνικης χούντας, να πει αυτό που μας λένε και η Σόνταγκ και ο Τέοντορ Αντόρνο και πολλοί διορατικοί στοχαστές για το λεγόμενο αβγό του φιδιού. Διαβάζω στη σ. 42: «Ο τρελός Νορμπέρτο, γαντζωμένος πάνω στο φράχτη σαν μαϊμού, γελούσε και έλεγε ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος επέστρεψε στη γη, έπεσαν έξω, έλεγε, αυτοί που μιλούσαν για Τρίτο, είναι ο Δεύτερος που επιστρέφει, επιστρέφει, επιστρέφει».
Κάποια στιγμή, ο Βίντερ περιπίπτει σε δυσμένεια καθώς εντείνονται οι ακρότητές του, και το Μακρινό Αστέρι μεταμφιέζεται σε ιλιγγιώδες νεονουάρ, σε αγωνιώδες θρίλερ με εμβόλιμες θέσεις και θεωρίες περί πρωτοποριακής τέχνης, αλλά και με σπαρταριστά καλαμπούρια του πάντοτε χωρατατζή Μπολάνιο σχετικά με τα αλληλοσπαρασσόμενα καλλιτεχνικά γκρουπούσκουλα στο παλλόμενο Παρίσι.
Οπως συμβαίνει σε όλα τα έργα του Μπολάνιο, έτσι και στο Μακρινό Αστέρι συναντάμε κάμποσα ονόματα δημιουργών που επηρέασαν τον συγγραφέα, συνοδευόμενα με εγκώμια, με αιχμηρά σχόλια, με κουτσομπολιά, με πικάντικες πληροφορίες, με παροτρύνσεις· συναντάμε τον Ζορζ Περέκ και τον Σταντάλ, τον Οκτάβιο Πας και τον Ντίκενς, τον Ενρίκε Λιν και τον Μαγιακόφσκι, τον Ουίλιαμς Κάρλος Ουίλιαμ και τον Μπλεζ Σαντράρ. Συναντάμε, βέβαια, και τον λατρεμένο του Μπολάνιο και όλων μας, τον γίγαντα Νικανόρ Πάρα με την αμίμητη φράση του (πλέξιμο Τ. Σ. Ελιοτ με Γούντι Αλεν): Ετσι περνάει η δόξα του κόσμου, χωρίς δόξα, χωρίς κόσμο, χωρίς ούτε καν ένα άθλιο σάντουιτς με μορταδέλα!
Το Μακρινό Αστέρι είναι, ας επαναληφθεί, μια ολοένα και πιο επίκαιρη προειδοποίηση. Η μετατροπή της Ιστορίας σε θέατρο, όπως υπογραμμίζει η Σόνταγκ, που συντελείται ολέθρια με τον φασισμό και τον ναζισμό, εδώ και εννέα δεκαετίες ταλανίζει την ανθρωπότητα. Η διόραση και το χιούμορ συμβάλλουν δραστικά στη διαύγαση των μηχανισμών που μας καθυποτάσσουν τόσο με τη βία όσο και με τη φαντασμαγορία. Το να εκθειάζεις τον θάνατο είναι φασισμός, υποταγή, ανελευθερία. Το να εκθειάζεις τη ζωή, όπως έπραξε ιδιοφυώς ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, είναι δημοκρατία, αυτονομία, ελευθερία.
Ο Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης είναι συγγραφέας – μεταφραστής
Roberto Bolaňo
Μακρινό αστέρι
Μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδ. Αγρα 2025,
σελ. 192
Τιμή 16 ευρώ







