Ωστε λοιπόν υπάρχει φως στην άκρη ενός παγκόσμιου πολιτικού τούνελ που έδειχνε να οδηγεί αναπόδραστα σε ενδυνάμωση του αυταρχισμού και της Ακροδεξιάς; Μπορεί η νίκη του Ζοράν Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη να θεωρηθεί ότι σηματοδοτεί μια νέα αρχή και, ακόμα περισσότερο, ένα νέο πολιτικό δρόμο για την αντιμετώπιση του «μεταφασισμού στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης»; Η γνώμη μου είναι ότι, όσο κι αν το συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα είναι θετικό για τη διεθνή δημοκρατία κι όσο κι αν εμπεριέχει ορισμένους σπόρους, ενδεχομένως και «συνταγές», για μελλοντικές αναμετρήσεις, δεν θα πρέπει να βιαστούμε να του αποδώσουμε χαρακτηριστικά καταλύτη. Για δύο κυρίως λόγους.
Γιατί πρόκειται για μια τοπική αναμέτρηση (εκλέχτηκε δήμαρχος, όχι κυβερνήτης) με έναν εντελώς ιδιαίτερο (υπό την έννοια του διαφορετικού αλλά και του προικισμένου) υποψήφιο σε μια εντελώς ιδιαίτερη (χωνευτήρι πολιτισμών και με δίψα να δώσει ένα μάθημα στον Τραμπ) πόλη εντός ενός εντελώς ιδιαίτερου πολιτικού συστήματος (του αμερικανικού των άκρων αλλά και των αλμάτων). Και, κυρίως, γιατί τα γενικότερα χαρακτηριστικά της εποχής – υποχώρηση του λόγου/ουσίας έναντι της εικόνας/επιφάνειας, εξαφάνιση της διάκρισης μεταξύ αλήθειας και ψέματος, καλού και κακού, αναγωγή της πολιτικής διαπάλης σε συσχετισμό ισχύος με χρήση κάθε μέσου – όχι μόνο δεν αντιστρέφονται ή έστω λειαίνονται με νίκες σαν κι αυτές αλλά ορισμένα χρησιμοποιήθηκαν κιόλας κατά κόρον: το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα λίγα, εύηχα και γενικευτικά – σε άλλες περιπτώσεις θα τα ονομάζαμε «λαϊκιστικά» – συνθήματα/υποσχέσεις, η ανάμειξη ετερογενών πραγμάτων («σοσιαλισμός», «εγγύτητα στον πολίτη») σε ένα ετερογενές και μη βασιζόμενο σε σταθερές αρχές μείγμα.
Ακόμα κι έτσι, πάντως, τα έστω έμμεσα «μαθήματα» κάθε άλλο παρά είναι ασήμαντα ή άχρηστα. Θα ξεχώριζα τρία στοιχεία που έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην εκλογή του Μαμντάνι αλλά και στην πρόσφατη νίκη των υπό εξίσου νεαρή ηγεσία «κεντρώων» στην Ολλανδία. Σημασία της πολιτικής συμμετοχής με βάση το ενδιαφέρον, και αν είναι δυνατό, τον ενθουσιασμό που μπορεί να γεννήσει ένα πρόσωπο ή ένα κόμμα με επίκεντρο την αυθεντικότητά του.
Προβολή θετικού μηνύματος μέσα από μια θετική καμπάνια, έτσι ώστε να καθίσταται άμεσα ορατή η διαφορά με τους αιμοσταγείς «προφήτες της Αποκάλυψης» τύπου Τραμπ. Απομάκρυνση από «ιδεολογικά» ή «πολιτισμικά» νεφελώματα (δεν αρκεί να επικαλείσαι τον σοσιαλισμό για να είσαι σοσιαλιστής, ούτε ο λόγος περί μειοψηφιών οδηγεί αυτομάτως σε βελτίωση της θέσης τους) και επικέντρωση σε κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη ζωή των πολλών και μπορούν να αντιμετωπιστούν με ρεαλιστικά και συγχρόνως τολμηρά μέτρα: η μεγάλη δυσκολία του Μαμντάνι, από την πρώτη μέρα, θα είναι πώς να καταστήσει δυνατό το πάγωμα των ενοικίων και τη μείωση του κόστους ζωής, όπως υποσχέθηκε, χωρίς να ρίξει έξω τα οικονομικά του Δήμου.
Το βέβαιο είναι ότι όλα αυτά δεν συνιστούν πρόγραμμα για μια «άλλη Αριστερά», όπως βιάστηκαν να διακηρύξουν, ή να ελπίσουν, αρκετοί εντός και εκτός Αμερικής. Μπορούν, όμως, να αποτελέσουν πρόπλασμα για μια άλλη πολιτική – πιο κοντινή στον πολίτη, πιο «κινητική», με περισσότερη πίστη σε αυτά που ενώνουν και λιγότερο φόβο έναντι των αντιδραστικών δυνάμεων –, από την οποία πολύ καλά θα έκανε να εμπνευστεί και η χαμένη τα τελευταία χρόνια Αριστερά.
Ο Κώστας Μποτόπουλος
είναι συνταγματολόγος







