Η κωμωδία του Σαίξπηρ της οποίας τον τίτλο δανείζομαι σήμερα, αναφέρεται σε ένα γαϊτανάκι ερωτικών παρεξηγήσεων. Βέβαια, ο τρόπος που «παράγεται» και «καταναλώνεται» η πολιτική στις μέρες μας έχει στοιχεία που παραπέμπουν σε ερωτική σχέση. Πολλή ουτοπία, ακόμη περισσότερες αυταπάτες, πάθος, ένταση, απόσταση από τη λογική και την πραγματικότητα, διάθεση για εντυπωσιασμό. Ολα αυτά δίνουν εδώ και κάμποσες μέρες ραντεβού στο Σύνταγμα. Οπου εκτυλίσσεται ένα έργο που, επί της ουσίας, δεν έχει υπόθεση.
Ο Πάνος Ρούτσι έκανε επί 23 ημέρες απεργία πείνας μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ζητώντας την εκταφή του παιδιού του, γέμιζε νυχθημερόν ο χώρος από άτομα που ήθελαν να του συμπαρασταθούν, πολύ γρήγορα έγινε μία ας πούμε εικαστική παρέμβαση εκ των ενόντων, με αρκουδάκια, κεράκια, γλαστράκια με βασιλικά, συνθήματα γραμμένα σε χαρτόκουτες, τέλος πάντων περί αισθητικής κολοκυθόπιτα. Είχαμε λοιπόν τον «πρωταγωνιστή», αλλά το σενάριο που έγραφε η Ζωή Κωνσταντοπούλου ήταν κάπως στον αέρα. Το σημαντικό είναι ότι το αίτημα του Πάνου Ρούτσι ικανοποιήθηκε, το έργο τέλειωσε, αλλά η αυλαία δεν έπεσε.
Δεν ξέρω τι υπήρχε στο μυαλό του Πρωθυπουργού όταν, με το που τέλειωσε η απεργία πείνας του Ρούτσι, ανήγγειλε την εποπτεία του μνημείου από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Δεν ήταν κάποιος δίπλα του να του πει ότι βάζει τα χεράκια του και βγάζει τα ματάκια του; Οτι κάνει σαν τα παιδιά που, αφού αδειάσουν το κουτί με τα σοκολατάκια, ανακοινώνουν στα καλά καθούμενα πως δεν έφαγαν κανένα σοκολατάκι; Οτι στην πολιτική, εκτός από πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται, υπάρχουν και αυτά που γίνονται και δεν λέγονται; Αμερικανοσπουδαγμένος, πώς και δεν ξέρει τη σημασία του σωστού timing;
Και κάπου εκεί άρχισε ο δεύτερος γύρος με τις δύο συγκρουόμενες πλευρές και απόψεις να αναλώνονται σε μια απίστευτη τιποτολογία. Σε ποιον ανήκει το Σύνταγμα; Σε κανέναν δεν το άφησε κληρονομιά ο θείος του, ούτε στους κυβερνώντες, ούτε στους αντιπολιτευόμενους, ούτε στους ακτιβιστές, ούτε στους διαμαρτυρόμενους. Επειδή είναι δημόσιος χώρος δεν σημαίνει ότι ανήκει σε όλους. Σημαίνει ότι, κατ’ αποκλειστικότητα, δεν ανήκει σε κανέναν. Η έννοια της δημόσιας πρόσβασης δεν μεταφράζεται σε ιδιοκτησία αλλά σε σεβασμό. Κάτι που δεν λέει να εμπεδώσει ο μέσος Ελληνας.
Το άλλο «ακανθώδες» ερώτημα που προέκυψε από την τιποτολογία αφορά την ταυτότητα του Αγνωστου Στρατιώτη. Ποιος αλήθεια είναι αυτός; Μήπως ο κυρίαρχος λαός ή μήπως ο «μικρός λαός που πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια»; Μην είναι οι Αγαναχτισμένοι, οι προδομένοι, αυτοί που μάχονται για την αλήθεια, ποιοι; Μα το λένε οι ίδιες οι λέξεις. Είναι άγνωστος και είναι στρατιώτης. Επεσε σε μάχη, στους τόπους που αναγράφονται στην επιτύμβια επιγραφή και σε πολλούς άλλους. Ολα αυτά τα νέα παιδιά που άφησαν τα κόκαλά τους σε κάποιον πόλεμο για να υπερασπιστούν την πατρίδα, δεν είναι απλώς σύμβολα που ο καθένας τα μεταφράζει όπως θέλει. Είναι ματωμένη πραγματικότητα.
Σύνταγµα όπως Ρούπελ
Εν τω μεταξύ, όσο πλησίαζε και η 28η Οκτωβρίου οι υπερασπιστές του Συντάγματος επηρεάστηκαν από το πνεύμα των ημερών και το είδαν πολύ πατριωτικά. Διάβασα ανακοινώσεις και «διαγγέλματα» και είχα την εντύπωση ότι αναφέρονταν στο οχυρό του Ρούπελ. Τι να μαζευτούμε και να μας πάνε όλους στη ΓΑΔΑ και εμείς να τραγουδάμε δεν θυμάμαι τι, κάπως μπλέχτηκαν τα νεκρά παιδιά των Τεμπών με το έπος του 1940, προσωπικά, το μόνο που μου έλειψε είναι να πεταχτεί από μια γωνιά και ο Κώστας Πρέκας, κάθιδρος και αξύριστος, για να ουρλιάξει «Ελάτε να τα πάρετε».







