Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς, που τον ακολουθούσαμε δεκαετίες τώρα, που πηγαίναμε σε όποια συναυλία του μπορούσαμε για να ακούσουμε τον «τύπο με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες», εμείς, που διαβάζαμε τις συνεντεύξεις του και παρακολουθούσαμε τις αναζητήσεις του, εμείς, συνομήλικοί του ή νεότεροι, που τον θαυμάζαμε ή απλώς τον αγαπούσαμε, κάτι που δεν σημαίνει ότι πάντα συμφωνούσαμε, αλλά παραμέναμε γοητευμένοι, ήδη από το «Φορτηγό», κυρίως από το «Φορτηγό», μη μου πεις για τους παλιούς μας φίλους, μη μου πεις, ύστερα με «Το περιβόλι του τρελλού», η Αννα, Χριστέ μου, το συγκλονιστικότερο τραγούδι χωρισμού που έχει γραφτεί, στη συνέχεια «με Τραπεζάκια Εξω ευτυχείς», παχείς ή όχι αναγκαστικά παχείς, μέχρι και την τελευταία ασύλληπτη παρουσία του στη Μαλακάσα, έφηβος ογδόντα ετών να ξεσηκώνει το πλήθος, μαχητικός, δυναμικός, γήινος, μα πρωτίστως συγκινητικός, εμείς, που σιγοτραγουδούσαμε τη μουσική του και επαναλαμβάναμε τα λόγια του, «μιας δίψυχης ωδής / παράλογα ανοιχτής, / με συμπεριφορές ανατροπής, / και της βαθιάς μας ζωής /της συντηρητικής, / εμείς οι εκκρεμείς», που ρουφάγαμε με λαχτάρα τις ιστορίες του, ποιος θα την ξαναπεί εκείνη την ιστορία με το ωτοστόπ που έκανε στην Εθνική οδό για να κατέβει στην Αθήνα και βρέθηκε σ’ ένα μαγεμένο χωριό όπου μια χορωδία έκανε πρόβες στο «Αι γενεαί πάσαι», κανείς δεν μπορεί να την ξαναπεί, όπως κανείς δεν μπορεί να ξανατραγουδήσει τη «θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», δηλαδή μπορεί, αλλά δεν θα αναρωτηθεί με το ίδιο πάθος «πού ακούστηκε ο Αλκης να πεθαίνει / όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό», εμείς, που διαβάσαμε το βιβλίο του και συγκινηθήκαμε, και ξαφνιαστήκαμε, και χαθήκαμε, αφιερωμένο στην Ασπα φυσικά, πώς αλλιώς, σε ποιον άλλον, σ’ αυτή την υπέροχη γυναίκα, «τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε», που ήταν πάντα δίπλα του, στα εύκολα και τα δύσκολα, από τότε που του πήγαινε φαγητό στη φυλακή, «χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μωβ, μίνι φούστα», και της έριχνε χαστούκια ο Μάλλιος, μέχρι χθες, δεν υπάρχει το χθες, εμείς, που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να γράψουμε ένα τόσο τολμηρό κείμενο όπως εκείνο που περιέγραφε πώς είχε ξεγυμνωθεί μπροστά στις νοσοκόμες, εμείς, που είχαμε το προνόμιο να μοιραστούμε λίγες ώρες μαζί του, πώς σκοτείνιαζε όταν περιέγραφε τον πόλεμο που του έκαναν οι φανατικοί και οι ανόητοι όταν έλεγε πράγματα κόντρα στο ρεύμα, πώς έλαμπε όταν μεταφράστηκαν τραγούδια του στα αγγλικά, «Τhe rock song of our tomorrow», εμείς, που χειροκροτούσαμε όταν έλεγε «σχεδόν 65 ετών», και μετά «σχεδόν 75 ετών», «με μπλοκ επιταγών / χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν / την γη του θησαυρού, / τους τίτλους τ’ ουρανού / το αίμα του Θεού», εμείς, που υποσχόμασταν μαζί του ότι πάντα θ’ ανταμώνουμε και θα ξεφαντώνουμε, είμαστε σήμερα αποσβολωμένοι και απαρηγόρητοι.
Σε όλους τους κανόνες υπάρχουν εξαιρέσεις. Στον κανόνα «ουδείς αναντικατάστατος», η εξαίρεση είναι πως ο Διονύσης είναι αναντικατάστατος.







