Ο αείμνηστος πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος, που είχε ζήσει αυτή την ιστορία από την αρχή της, πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη το 1955, τον καιρό των Σεπτεμβριανών, συνήθιζε να λέει ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, που διαρκεί πια 70 χρόνια, ξεκίνησε με το Κυπριακό. Για να πιέσει η Τουρκία την Ελλάδα στο Κυπριακό, όταν αυτό ανακινήθηκε τη δεκαετία του ’50, αποφάσισε να διευρύνει τη σύγκρουση σε άλλα πεδία. Ο διωγμός των Ελλήνων της Πόλης πρώτα, η εφεύρεση διαφορών στο Αιγαίο κατόπιν, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση μετά το 1974, δεν υπηρετούσαν αυτοτελείς επιδιώξεις. Ηταν μέσα για να πιεστεί η Ελλάδα στο επίμαχο θέμα της Κύπρου. Σιγά – σιγά, όμως, έλεγε ο Θεοδωρόπουλος, το μέσο μετατράπηκε σε αυτοσκοπό και οι δευτερογενείς διαφορές αυτονομήθηκαν και γιγαντώθηκαν. Μα, παρά την αυτονόμησή της, κάθε φορά που η διαμάχη για τις θαλάσσιες ζώνες, τα τελευταία 50 χρόνια, έμοιαζε να πλησιάζει σε κάποια διαδικασία λύσης, το Κυπριακό επανερχόταν ως ο κρίσιμος κόμπος που έπρεπε να λυθεί. Το ίδιο και τώρα. Η ιδέα μιας πολυμερούς διάσκεψης των παράκτιων χωρών, την οποία αίφνης ο Πρωθυπουργός υιοθέτησε και με την οποία αιφνιδίασε τη Βουλή την περασμένη Πέμπτη, το επιβεβαιώνει. Η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί διάσκεψη χωρίς την Κύπρο και η Τουρκία διαμηνύει ότι δεν θα τη δεχθεί δίχως παρουσία των Τουρκοκυπρίων.

Αλλά, πέραν των πολλών δυσκολιών (και των προφανών κινδύνων), είναι η ιδέα της πολυμερούς διάσκεψης ένας τρόπος να λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός που από το 1974 ως σήμερα μένει άλυτος, οδηγεί σε περιοδικές κρίσεις, υποχρεώνει σε μια κούρσα εξοπλισμών και, στην πράξη, έχει οδηγήσει κρίσιμα κυριαρχικά δικαιώματα, στα οποία τόση πατριωτική ρητορική επενδύεται, σε 50ετή αδράνεια;

Φλας μπακ. Η προηγούμενη ιδέα – ελληνική ιδέα – για τη λύση της ελληνοτουρκικής διένεξης ήταν η προσφυγή στη Χάγη. Την είχε προτείνει ο Καραμανλής στον Ντεμιρέλ, τον Μάιο του 1975. «Οι δύο πρωθυπουργοί» – έλεγε το κοινό ανακοινωθέν της συνάντησης – «απεφάσισαν ότι τα προβλήματα τούτα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων και όσον αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης».

Η Τουρκία, ως γνωστόν, υπαναχώρησε τότε. Αλλά ο Καραμανλής επανέφερε την ιδέα, τρία χρόνια αργότερα, στον Ετζεβίτ. Τα επιχείρηματά του ήταν δύο. Ενα, πως θα ήταν επικίνδυνο να μπουν οι δύο χώρες σε διαπραγμάτευση χωρίς να έχουν εκ των προτέρων συμφωνήσει τι θα γίνει σε περίπτωση αποτυχίας της. Δεύτερο, και πολιτικά σημαντικότερο, πως όποια συμφωνία και να γίνει, και η πιο λογική και συμφέρουσα, θα συναντήσει πολιτικές αντιδράσεις σε κάθε μία από τις δύο χώρες. Αναθέτοντας το πρόβλημα στο δικαστήριο της Χάγης, σύμφωνα με τον Καραμανλή, το πρόβλημα μπορούσε να βρει λύση χωρίς οι πρωθυπουργοί να κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για προδοσία και η λύση να κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα λόγων εσωτερικών αντιδράσεων.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, η Τουρκία δεν δέχθηκε ποτέ στην πράξη τη διαδικασία της Χάγης. Κι όταν, μία και μοναδική φορά, η συγκυρία, εσωτερική και διεθνής, έμοιαζε ευνοϊκή και η Τουρκία ίσως να τη δεχόταν, το 2004, έκανε πίσω η ελληνική πλευρά. Στο μεταξύ, η Τουρκία έχει φορτώσει με τόσα θέματα την ατζέντα, ώστε η σύνταξη ενός «συνυποσχετικού» για τη Χάγη, μοιάζει πια mission impossible.

Η παραπομπή του κρίσιμου θέματος των θαλασσίων ζωνών στο περιβάλλον μιας πολυμερούς διεθνούς διάσκεψης, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι μια εναλλακτική λύση που να ικανοποιεί τα δύο παλιά επιχειρήματα Καραμανλή – προπάντων το δεύτερο, το πολιτικό. Μια διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο θα μπορούσε ευκολότερα να βρει και εσωτερική συναίνεση στην Ελλάδα. Αλλωστε, όπως υπενθύμισε ο Σωκράτης Φάμελλος στη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ την είχε ήδη προτείνει εδώ κι έναν χρόνο.

Μόνο που στο μεταξύ το διεθνές περιβάλλον έχει αλλάξει δραματικά. Τα ερωτήματα και οι κίνδυνοι που εξαρχής συνόδευαν αυτήν την ιδέα (ποιος συμμετέχει; Πώς συμφωνείται η ατζέντα; Πώς επιβάλλεται το διεθνές δίκαιο της θάλασσας ως βάση της συζήτησης;) αποκτούν έναν πρόσθετο παράγοντα διακινδύνευσης: Τον παράγοντα Τραμπ και τη μέθοδο της «real estate διπλωματίας» που υιοθετεί, με ορμή οδοστρωτήρα και αντίστοιχο σεβασμό σε ό,τι θεωρεί «λεπτομέρειες».