Αρχίζει σε λίγες μέρες το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Οταν μπήκατε στον κόσμο του κινηματογράφου, οραματιστήκατε αυτή τη στιγμή, εννοώ ότι θα βρισκόσασταν σε αυτή τη θέση;
Οχι βέβαια. Οταν ξεκινούσα, όχι. Οταν προσπάθησα να ασχοληθώ πιο συστηματικά με τον κινηματογράφο, ήμουν ακόμη στο σχολείο. Δεν ήξερα ούτε πώς ξεκίνησε ο κινηματογράφος, ούτε πώς παρουσιάζεται, ούτε τι σημαίνει διανομή, ούτε τι σημαίνει φεστιβάλ. Αλλά πάντα ήθελα να ασχοληθώ με αυτόν τον κόσμο. Κάπου είχα διαβάσει ή κάποιος μου είχε πει – δεν θυμάμαι, ήμουν πολύ μικρός – κάτι που το ακολουθώ πάντα: «Αν θέλεις να ασχοληθείς θεωρητικά με μια τέχνη, πρέπει να μάθεις πώς γίνεται αυτή η τέχνη».
Ακροατής και θεατής είναι οι πραγματικοί κριτές της μουσικής και του κινηματογράφου. Ο δημοσιογράφος απλώς αφηγείται την εμπειρία τους, δεν χρειάζεται να παίξει τον ρόλο του ειδικού, όπως δεν περιμένουμε από έναν δημοσιογράφο ιατρικού ρεπορτάζ να είναι γιατρός.
Αν όχι γιατρός, πάντως θα πρέπει να έχει κάποια εμπειρία και εξειδικευμένη γνώση γύρω από αυτό το αντικείμενο για να είναι καταρτισμένος, για να είναι έμπειρος και για να ξέρει τι σημαίνει αλλάζω ορό. Ναι, όντως. Θα ήθελα δηλαδή να είναι διαβασμένος.
Υπήρχαν κάποια πράγματα που θεωρούσατε ιδιαίτερα σημαντικά γι’ αυτό που γίνατε;
Υπήρχαν δυο τρία πράγματα πολύ σημαντικά, που με έκαναν να καταλάβω ότι ήθελα να κάνω αυτό που κάνω τώρα, χωρίς να ξέρω ακόμα τι ακριβώς είναι. Το ένα ήταν η συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ημασταν μια παρέα μαθητών και τον συναντήσαμε σε ένα εστιατόριο, όπου έτρωγε μόνος του. Αναιδέστατοι, καθίσαμε από πάνω του εκεί που έτρωγε. Εκείνος, ευγενέστατος, μας είπε να καθίσουμε. Κάναμε μια κουβέντα και μετά μας ρώτησε τι κάνουμε στη ζωή μας, τι θα κάνουμε, τι λέμε. Του είπαμε ότι του χρόνου μάλλον θα είμαστε στην Αθήνα. Μας έδωσε το τηλέφωνό του. Εγώ τον καλούσα εβδομάδες, μήνες, χωρίς να απαντάει σε… φυσιολογικές ώρες. Αλλά ο Χατζιδάκις, όπως όλοι ξέρουμε, ξυπνούσε στις 3 το μεσημέρι. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος απάντησε και με προσκάλεσε στο σπίτι του ένα απόγευμα και κουβεντιάσαμε. Ηταν ευγενέστατος και πολύ υποστηρικτικός, αλλά μου είπε και κάτι πολύ σημαντικό όταν συζητήσαμε για τον «Μουσικό Αύγουστο». Προσπαθούσα να του πω ότι κάτι τέτοιο ήθελα να κάνω, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι. Μου είπε μια φράση που την ακολουθώ μέχρι σήμερα: «Αν κάποιος φτιάχνει μια τέτοια εκδήλωση, πρέπει να εξαντλήσει τον θεατή. Να είναι τόσο πολλές οι εκδηλώσεις, οι προβολές, οι παραστάσεις, ώστε ο θεατής να μην προλαβαίνει να διαλέξει, να εξαντλείται».
Εσείς είχατε επιλογές στη ζωή σας πολλές και ανεξάντλητες;
Οταν πήγα στο Παρίσι, είδα ότι όλες οι τέχνες είναι μία και η συνομιλία μεταξύ τους είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα. Ετσι άρχισα να βλέπω άπειρες ταινίες. Ηταν κάτι καταπληκτικό. Οι άνθρωποι, δάσκαλοι, καθηγητές και επαγγελματίες των τεχνών εκεί, με βοήθησαν να καταλάβω ότι είναι εξίσου σημαντικό να δεις μια ταινία όσο και να πας στο Λούβρο ή σε μια γκαλερί και να δεις πώς αυτά τα πράγματα συνομιλούν μεταξύ τους. Ετσι άρχισα να κατανοώ και τις άλλες τέχνες. Σιγά σιγά τα σπούδασα όλα αυτά, αλλά το πιο σημαντικό ήταν η άμεση επαφή. Το να δεις ένα έργο του Καραβάτζο στο Λούβρο και να είσαι δέκα εκατοστά απόσταση, να βλέπεις την πινελιά του, με βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβω πώς ένας ζωγράφος προσέγγισε ένα θέμα και στη συνέχεια πώς το προσέγγισε ένας κινηματογραφιστής που τελικά δεν ήταν καθόλου διαφορετικό. Ή να νομίζουμε ότι κάτι που έκανε ένας κινηματογραφιστής του 1930 είναι τρομερά πρωτοποριακό, αλλά πηγαίνοντας στο μουσείο βλέπεις ότι ο Μποτιτσέλι το έκανε με παρόμοια τόλμη, χρησιμοποιώντας μια άλλη τέχνη. Οπότε βλέπεις πώς προσέγγισαν και πώς αναμετρήθηκαν με τα θέματά τους.
Ασχοληθήκατε με τα εικαστικά, την ποίηση. Τι είναι αυτό που σας κράτησε στον κινηματογράφο;
Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ένας σπουδαίος διανοούμενος που γνώρισα και είχα την τύχη να ζήσω κοντά του για πάρα πολλά χρόνια: ο Τζον Μπέρτζερ. Στα ελληνικά το πιο γνωστό βιβλίο του που έχει μεταφραστεί ειναι«Η εικόνα και το βλέμμα» , το οποίο διδάσκεται σε όλες τις σχολές καλών τεχνών, κινηματογράφου και παντού. Μου άνοιξε πάρα πολλούς δρόμους. Ημουν και αρκετά μικρός, και για πάρα πολλά χρόνια αυτός με έμαθε να βλέπω τις εικόνες με έναν διαφορετικό τρόπο. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν πήγα να τον γνωρίσω – με πήγε η κόρη του, η τότε σύζυγός μου, στο σπίτι του στην Ανω Σαβοΐα, στα σύνορα Γαλλίας και Ελβετίας – ήταν να βγάλει μια φωτογραφία ενός έργου του Τιτσιάνο, «Νύμφη και βοσκός», να την τοποθετήσει πάνω στο τραπέζι και να μου πει: «Τι βλέπεις εδώ;». Από εκεί ξεκίνησε μια κουβέντα η οποία κράτησε μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Προσπάθησε να μου δείξει πώς βλέπουμε εικόνες και πώς αφηγούμαστε ιστορίες.
Είχατε πολλές σημαντικές συναντήσεις. Ηταν όμως εύκολο να διεκδικήσετε τον χώρο και τον τρόπο που επιθυμούσατε να ζήσετε τη ζωή σας;
Οταν ήμουν νέος, τόσο στην Αθήνα όσο και στο Παρίσι, αντιμετώπιζα πολύ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Για να βιοποριστώ, όσο σπούδαζα, έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού: έχω δουλέψει σε σουβλατζίδικα, σε κρεπερί στο Παρίσι, μεταμεσονύχτια, με μείον 5 βαθμούς θερμοκρασία. Αλλά πάντα αισθανόμουν ότι όλα αυτά ήταν φυσιολογικά, μέσα στο πλαίσιο του χώρου της τέχνης. Μου φαινόταν μονόδρομος. Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου το θεωρούσαν επίσης φυσιολογικό. Ισως αυτή η αντιμετώπιση να ήταν σωτήρια για εμένα. Φυσικά, υπήρχαν περίοδοι που ήταν πιο δύσκολες, όταν δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα ή έπρεπε να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα και να διαβάζω.
Διεκδικήσατε με σθένος αυτό που θέλατε να κάνετε, σαν να μην υπήρχε άλλος δρόμος.
Μπα! Θα μπορούσα να είχα ασχοληθεί με τη μαγειρική, να είχα ένα εστιατόριο και να μαγειρεύω. Θα μπορούσα επίσης να είχα ασχοληθεί με τη θρησκειολογία. Οταν ήμουν νέος, με είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ και είχα διαβάσει το βιβλίο του Μιρτσέα Ελιάντε, που μου άρεσε πολύ και εξακολουθεί να μου αρέσει. Ο τρόπος που προσέγγιζε ο άνθρωπος τον Θεό, από τελείως διαφορετικές αφετηρίες και ιδεολογίες, ήταν καταπληκτικός.
Πιστεύετε στον Θεό;
Με έναν τρόπο, ναι.







