Το κήρυγμά της το προετοίμαζε εβδομάδες, της είχε γίνει «εμμονή». Το βασικό θέμα έπρεπε να είναι η ενότητα, αυτό το είχε αποφασίσει ήδη από το καλοκαίρι, διαπιστώνοντας τη βιαιότητα της προεκλογικής περιόδου. Πώς να κηρύξει όμως την ενότητα όταν γινόταν το παν για την υπονόμευσή της; Ακόμα χειρότερα, όταν η ίδια η ηγεσία του κράτους ενθάρρυνε τον διχασμό; Η Μαριάν Εντγκαρ Μπαντ το σκέφτηκε πολύ, συμβουλεύτηκε φίλους και συναδέλφους, το κήρυγμά της ήταν σχεδόν έτοιμο όταν παρακολούθησε, ζωντανά στην τηλεόραση, τις διάφορες σεκάνς της ορκωμοσίας του προέδρου, τη «δουλοπρέπεια» των παρόντων θρησκευτικών ηγετών και τον τόνο των δηλώσεών του. Αισθάνθηκε φρίκη.
Οχι μόνο ο Ντόναλντ Τραμπ δεν επιχείρησε, ούτε για μια μέρα, να ενώσει και να κατευνάσει το έθνος, αλλά αντίθετα, απέκλεισε αμέσως κάθε είδους μειονότητες από την εθνική κοινότητα, ξεσπώντας πάνω τους την οργή του, αποκαλώντας τες επικίνδυνες, εγκληματικές, δίνοντας σε εκατομμύρια ανθρώπους λόγους να νιώθουν τρομοκρατημένοι. «Ηταν εκείνη τη στιγμή που ένιωσα την ανάγκη να δράσω. Οχι ότι ήλπιζα να του αλλάξω γνώμη, αλλά τουλάχιστον θα υπενθύμιζα σε όλους ότι δεν υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων, μόνο άνθρωποι». Αποφάσισε να απευθυνθεί απευθείας στον πρόεδρο. Ο ίδιος δεν είχε άλλωστε ισχυριστεί ότι «σώθηκε από τον Θεό για να κάνει την Αμερική Ξανά Σπουδαία»;
Στο 12ο λεπτό του κηρύγματός της στον Εθνικό Καθεδρικό Ναό της Ουάσιγκτον, λοιπόν, η επίσκοπος έκανε μια παύση, πήρε μια βαθιά ανάσα και έστρεψε το βλέμμα της προς τον Τραμπ. «Επιτρέψτε μου μια τελευταία παράκληση, κύριε πρόεδρε». Εκείνος έκανε ότι τον ενδιέφερε ό,τι είχε να του πει. «Σας ικετεύω να λυπηθείτε τους ανθρώπους που φοβούνται σήμερα στη χώρα μας», συνέχισε η επίσκοπος, απαριθμώντας «τα ομοφυλόφιλα και διεμφυλικά παιδιά σε οικογένειες όλων των πολιτικών αποχρώσεων», τους «μετανάστες που μπορεί να μην έχουν τα σωστά χαρτιά αλλά τηρούν στη συντριπτική πλειοψηφία τους τον νόμο, πληρώνουν τους φόρους τους και ζουν ως καλοί γείτονες», τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν «εμπόλεμες ζώνες και διώξεις στις χώρες τους ελπίζοντας να βρουν εδώ υποδοχή και συμπόνοια». Ο Θεός, είπε στον Τραμπ η επίσκοπος, «μας διδάσκει ότι πρέπει να είμαστε ελεήμονες με τον ξένο, γιατί κάποτε ήμασταν ξένοι σε αυτή τη γη».
Αυτό ήταν. Μέσα σε δύο λεπτά, η Μαριάν Εντγκαρ Μπαντ πέρασε στην Ιστορία ως η πρώτη που αντιστάθηκε στον Ντόναλντ Τραμπ 2.0. Μέσα σε δύο λεπτά έγινε η ενσάρκωση του θάρρους, πυροδοτώντας μια εισροή χιλιάδων ευχαριστήριων μηνυμάτων από όλον τον κόσμο, και ταυτόχρονα η νέα εχθρός των MAGA: ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος την αποκάλεσε εκείνο το βράδυ «ριζοσπαστική αριστερή εξτρεμίστρια που μισεί τον Τραμπ», προκαλώντας μια διαδικτυακή εκστρατεία ύβρεων και απειλών εις βάρος της. Η επίσκοπος δεν φοβήθηκε, παρέμεινε ενεργή. Εκ των υστέρων, βέβαια, διαπιστώνει με λύπη πως εκείνο το κήρυγμα κατέληξε να ενισχύσει τον διχασμό που προσπαθούσε να αμβλύνει. «Αλλά αν είχα πει απλώς αυτό που ήθελαν να ακούσουν, δεν θα είχα αποφύγει την ευθύνη μου;». Αντίσταση, ως ηθικό καθήκον. «Και επιμονή». Ως πίστη στην ανθρωπότητα.
Κακά τα ψέματα, όμως, εκείνη η πρώτη πράξη αντίστασης στον Τραμπ, στις 21 Ιανουαρίου, δημιούργησε στους προοδευτικούς πολίτες του κόσμου προσδοκίες που διαψεύστηκαν. Οχι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται. Είναι η Τζάνετ Μιλς, η κυβερνήτης του Μέιν, που τον πολεμάει μήνες τώρα σε όλα τα δικαστικά μέτωπα· η συγγραφέας Λορίν Γκροφ, που δημιούργησε ένα καταφύγιο για απαγορευμένα βιβλία στη Φλόριντα· η δικηγόρος Αντζελα Ράι, που προσπαθεί να συσπειρώσει την κοινότητα των Αφροαμερικανών· η Εϊντζελ Φόστερ, η γιατρός που υπερασπίζεται το δικαίωμα στην άμβλωση. Πρόκειται, μαζί με την επίσκοπο της Ουάσιγκτον, για τα πέντε πρόσωπα της σειράς «Η Αμερική των “αντιστασιακών”» που δημοσίευσε μέσα στον Σεπτέμβριο η γαλλική “Le Monde”. Και μόνο η ανάγκη για ένα τέτοιο αφιέρωμα, όμως, επιβεβαιώνει το πόσο λίγοι αντιστέκονται. Αμφιβάλλει κανείς πως αν ο Τραμπ έκανε 10 χρόνια πριν αυτά που κάνει τώρα, θα είχαν βγει οι μισοί και πλέον Αμερικανοί στους δρόμους;
Σήμερα κυκλοφορεί στις ΗΠΑ το πολυσυζητημένο βιβλίο της Κάμαλα Χάρις «107 ημέρες», όσες πρόλαβε να κάνει προεκλογική εκστρατεία μετά την αποχώρηση του Τζο Μπάιντεν. Μιλώντας τέλη Αυγούστου στον (σύντομα «ακυρωμένο») Στίβεν Κολμπέρ, στην πρώτη της μετεκλογική συνέντευξη, η Κάμαλα δέχθηκε την παρατήρησή του πως πράγματι είχε προβλέψει πολλά από όσα κάνει ο Τραμπ. «Εκείνο που δεν προέβλεψα», αντέτεινε, «είναι το επίπεδο της συνθηκολόγησης». Γιατί ανέκαθεν πίστευε πως «όσο εύθραυστη και αν είναι η δημοκρατία μας, τα συστήματά μας θα ήταν αρκετά ισχυρά ώστε να υπερασπιστούν τις θεμελιώδεις αρχές μας». Δεν διευκρίνισε αν αναφερόταν περισσότερο στους Ρεπουμπλικανούς του Κογκρέσου ή στα τηλεοπτικά δίκτυα που ξεπουλιούνται στον Τραμπ. Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Η Κάμαλα Χάρις μας ενδιαφέρει εδώ πρωτίστως για αυτά που μας θυμίζει, εν είδει προειδοποίησης δηλαδή: ότι η επιλογή έγινε ελεύθερα στην κάλπη και ότι αυτή η τελευταία έχει την ευχέρεια, τέτοιοι που έχουμε γίνει, να παροξύνει τα προβλήματα αντί να τα απαλύνει.







