Οκτώ δεκαετίες συμπληρώθηκαν χθες από την πρώτη κυκλοφορία της «Φάρμας των ζώων», του αριστουργηματικού βιβλίου του Τζορτζ Οργουελ που έμελλε να γίνει παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας και πολιτικής κριτικής, μιλώντας σε γενιές αναγνωστών, άλλοτε ως «ιστορία» και άλλοτε ως προειδοποίηση. Κι όμως, η ιστορία του έργου ξεκίνησε με τρόπο αρκετά ταπεινό: σε ένα παγωμένο διαμέρισμα στο Κίλμπερν του Βορειοδυτικού Λονδίνου, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ο συγγραφέας έγραφε για τις περιπέτειες ενός γουρουνιού που ήξερε να μιλάει και μιας φάρμας που επαναστατούσε. Μέσα σε έναν κόσμο συγκρούσεων και στέρησης, γεννήθηκε μια αλληγορία που αποδείχθηκε ισχυρότερη από τις λογοκρισίες και τους στρατούς.
Οπως αναφέρει ο γιος του Τζορτζ Οργουελ, Ρίτσαρντ Μπλερ (το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Ερικ Αρθουρ Μπλερ), μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα “The Guardian”, από τον Νοέμβριο του 1943 ο πατέρας του εργαζόταν ως λογοτεχνικός συντάκτης στο περιοδικό “Tribune”. Η παρουσία του στα γραφεία του εντύπου ήταν απαραίτητη μόλις τρεις ημέρες την εβδομάδα και το γεγονός αυτό τού έδινε τον απαραίτητο χρόνο για να αφοσιωθεί στη σύνταξη της «Φάρμας των ζώων». Την ίδια περίοδο, η σύζυγός του ήταν υπάλληλος του υπουργείου Τροφίμων, συμμετέχοντας πολύ ενεργά στη διαμόρφωση του βιβλίου. Δαχτυλογραφούσε και επιμελούνταν τα κείμενα του άνδρα της, κάνοντας λεπτομερείς διορθώσεις και παρεμβάσεις όπου θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο. «Κάθε βράδυ ο πατέρας μου διάβαζε στη μητέρα μου ό,τι είχε γράψει, κάτω από τις βαριές κουβέρτες στο κρεβάτι. Ηταν το μόνο ζεστό μέρος στο διαμέρισμα. Συζητούσαν για την εξέλιξη της ιστορίας και για το πού μπορούσε να οδηγηθεί» θυμάται χαρακτηριστικά ο γιος του ζευγαριού.
Οι δυσκολίες στην έκδοση
Το ενδιαφέρον της Μπλερ για τη «Φάρμα των ζώων» ήταν μεγαλύτερο σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές του συζύγου της. Ηταν εκείνη που μάλλον πρότεινε το βιβλίο να είναι «μια αλληγορία με ζώα» αντί ενός πολιτικού έργου, όπως είχε σκοπό να κάνει ο Οργουελ. Οι δυο τους ολοκλήρωσαν την προετοιμασία του τον Φεβρουάριο του 1944 και το αποτέλεσμα ήταν «ένα από τα πιο όμορφα γραμμένα βιβλία του αιώνα», όπως το χαρακτηρίζει ο Ρίτσαρντ Μπλερ και δεν έχει άδικο. Η «Φάρμα των ζώων» ήταν μια επίκαιρη σάτιρα της Ρωσικής Επανάστασης και της προδοσίας της από τη σταλινική αυταρχία, ένα «κακό» που το ζεύγος Μπλερ ήξερε από πρώτο χέρι.
Αυτό το περιεχόμενο έκανε πέντε μεγάλους εκδοτικούς οργανισμούς να απορρίψουν το βιβλίο, αφού θεώρησαν ότι έκανε επίθεση σε έναν σημαντικό σύμμαχο της Βρετανίας εν καιρώ πολέμου. Ενας από αυτούς ήταν ο Faber, ο οποίος υπό τη διεύθυνση του Τ.Σ. Ελιοτ αμφέβαλε «ότι αυτή είναι η σωστή οπτική γωνία από την οποία μπορεί να κριθεί η πολιτική κατάσταση της παρούσας στιγμής», όπως παραθέτει ο Ρίτσαρντ Μπλερ. Εκεί που οι άλλοι δείλιασαν, βγήκε μπροστά ο Φρέντερικ Γουόρμπουργκ του Secker & Warburg, ενός εκδοτικού οίκου που συνήθιζε να βγάζει στα ράφια των βιβλιοπωλείων αμφιλεγόμενα αριστερά βιβλία. Ετσι, τον Ιούλιο του 1944, δέχθηκε να αναλάβει το έργο του Οργουελ, το οποίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα, στις 17 Αυγούστου 1945. Ογδόντα χρόνια αργότερα, έχει πουλήσει 11 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο και δεν έχει σταματήσει να εκδίδεται.
Γιατί το χρειαζόμαστε
Η μεγάλη αναγνώριση που γνώρισε από αναγνώστες σε όλον τον κόσμο οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί κάτι παραπάνω από μια σάτιρα για τη Ρωσική Επανάσταση. Το «παραμύθι», όπως συνήθιζε να αποκαλεί το βιβλίο ο Οργουελ, είναι μια υπενθύμιση όλων εκείνων των πολιτικών ηγετών που επιχειρούν να εκμεταλλευθούν ευγενή κινήματα για τους δικούς τους σκοπούς. «Ο πατέρας μου πίστευε ότι όλοι οι πολιτικοί πρέπει να παρακολουθούνται με αυστηρότητα, να αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια (όποιο κι αν είναι το κόστος) και να απομακρύνονται όταν βάζουν τα συμφέροντά τους πάνω από αυτά της χώρας» σημειώνει ο γιος του συγγραφέα. Δεν είναι τυχαίο πως στην πορεία των χρόνων αυτή η ιστορία για τα ζώα μιας φάρμας που έχουν συνηθίσει τη σκλαβιά του κτηνοτρόφου, μέχρι που υποκινούνται σε εξέγερση, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε διαδηλώσεις για την αποκατάσταση της δημοκρατίας σε χώρες που βρίσκονταν πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, όπως οι Μιανμάρ, Ζιμπάμπουε και Ουκρανία. «Παραμένει μια αξέχαστη πηγή έμπνευσης για όλους όσοι αγωνίζονται για την ελευθερία. Σε έναν κόσμο όπου ο αυταρχισμός, ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και τα πολιτικά ψέματα βρίσκονται σε άνοδο, χρειαζόμαστε τη “Φάρμα των ζώων” στο πλευρό μας περισσότερο από ποτέ» καταλήγει ο Ρίτσαρντ Μπλερ.







