Το προηγούμενο Σάββατο, έξι άτομα με καλυμμένα πρόσωπα εισέβαλαν σε εβραϊκό kosher εστιατόριο κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Πέταξαν τρικάκια με συνθήματα “Free Palestine”, έγραψαν με κόκκινη μπογιά φράσεις όπως “Smash Zionism“, “No Zionist is safe here” και απείλησαν τον υπάλληλο που προσπάθησε να βγει: «Αν τολμήσεις, τελείωσες». Οι Αρχές διερευνούν την υπόθεση ως πιθανό έγκλημα μίσους. Την προηγούμενη μέρα είχε πραγματοποιηθεί πορεία μελών των Ρουβίκωνα με παλαιστινιακές σημαίες και μαύρες μπλούζες. Τα γεγονότα συνέπεσαν χρονικά, ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι συνδέονται οργανωτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως συνδέονται σε επίπεδο συμβολισμού.

Η επίθεση στο εστιατόρια δεν στρεφόταν κατά μιας κυβέρνησης. Δεν αφορούσε την πολιτική του Νετανιάχου ή τον εποικισμό στη Δυτική Οχθη. Στόχευε ένα κατάστημα, μια εθνική ταυτότητα, μια θρησκευτική κοινότητα. Το γεγονός ότι το εστιατόριο είναι kosher, δηλαδή τηρεί τις διατροφικές εντολές του ιουδαϊσμού, το καθιστά όχι μόνο έναν επαγγελματικό χώρο εστίασης, αλλά πολύ περισσότερο έναν τόπο πολιτισμικής και θρησκευτικής παρουσίας. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο καθίσταται στόχος. Δεν πρόκειται για μια – ίσως ακραία – μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με καθαρό αντισημιτισμό.

Το φαινόμενο του αντισημιτισμού έχει αναμφίβολα μεγάλο ιστορικό βάθος. Δεν ξεκίνησε με τον Χίτλερ, ούτε τελείωσε με το Αουσβιτς. Στον πυρήνα του βρίσκεται μια μακραίωνη παράδοση θρησκευτικής ρητορικής, η οποία παρουσιάζει τον ιουδαϊσμό ως θρησκεία της τύφλωσης, της απόρριψης του Μεσσία που επιφέρει την καταδίκη από τον ίδιο το Θεό. Από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς μέχρι και την ευρωπαϊκή ύστερη νεωτερικότητα, ο Ιουδαίος παρουσιάστηκε συχνά ως θεοκτόνος, περιπλανώμενος και τιμωρημένος. Αυτό το θρησκευτικό αφήγημα τροφοδότησε ανά τους αιώνες κοινωνικά στερεότυπα, εξορίες, διακρίσεις και τελικά γενοκτονία. Κάποιοι μάλιστα έχουν φτάσει στο σημείο να υποστηρίξουν ότι θα δεν υπήρχε ο ναζιστικός αντισημιτισμός εάν δεν είχε προηγηθεί ο χριστιανικός αντι-ιουδαϊσμός.

Στις μέρες μας ο αντισημιτισμός φαίνεται πως έχει αλλάξει προσωπείο. Πλέον εμφανίζεται ως πολιτικός αντισιωνισμός. Δεν διακηρύσσει πια «για όλα φταίνε οι Εβραίοι» αλλά φωνασκεί οργισμένα ότι «για όλα φταίνε οι σιωνιστές». Πρόκειται για έναν όρο που συχνά λειτουργεί ως υποκατάστατο του «Εβραίου», αφού είναι επιφορτισμένος με τις ίδιες παλαιές κατηγορίες κατά του (πρώην) «περιούσιου λαού»: παθολογική αγάπη για το χρήμα, διακαής πόθος για εξουσία και άσβεστο πάθος για επιρροή. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η κάθε εβραϊκή ταυτότητα καθίσταται ύποπτη. Ακόμα χειρότερα. Κάθε έκφραση εβραϊκής ζωής – μια συναγωγή, ένα κατάστημα, ένα εστιατόριο – λογίζεται ως προέκταση ενός κράτους. Κι έτσι, οι άνθρωποι στοχοποιούνται όχι για κάτι που έκαναν, άλλα για αυτό που είναι.

Ολα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το κράτος του Ισραήλ είναι υπεράνω κριτικής. Ούτε ότι η υπεράσπιση των Παλαιστινίων δεν είναι δίκαιη υπόθεση. Θέλουν όμως να επισημάνουν ότι αυτή η υπεράσπιση δεν μπορεί να στηρίζεται στην ενοχοποίηση μιας θρησκευτικής ή πολιτισμικής ταυτότητας. Οπως δεν καίμε τζαμιά για να καταγγείλουμε το ανελεύθερο καθεστώς του Ιράν, έτσι δεν απειλούμε kosher καταστήματα για να εκφράσουμε την οργή μας για όσα συμβαίνουν στη Γάζα.

Η ελληνική κοινωνία, με το βάρος της ιστορικής μνήμης σχετικά με την εξαφάνιση του μεγαλύτερου μέρους των εβραϊκών της κοινοτήτων στη Shoah, δείχνει συχνά μια επικίνδυνη αμφισημία. Ο δημόσιος λόγος, ακόμη και από δήθεν προοδευτικούς κύκλους, αναπαράγει στερεότυπα που ταυτίζουν τους Εβραίους με χρήμα, εξουσία, παγκόσμια επιρροή. Οι χριστιανικές Εκκλησίες μας, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, σιωπούν ακόμη μπροστά σε ρητορικά σχήματα που δαιμονοποιούν τον ιουδαϊσμό. Η θεολογική μας παιδεία σπανίως καταγγέλλει τον αντισημιτισμό ως αίρεση – ενώ αυτό ακριβώς είναι· αίρεση του μίσους.

Δεν αρκεί πια να λέμε πως «είμαστε κατά του ρατσισμού». Οφείλουμε να στοχαστούμε πώς ο πολιτισμός μας – ο ελληνορθόδοξος, ο ευρωπαϊκός, ο θεολογικός – επέτρεψε το κακό. Και πώς σήμερα το ξαναβλέπει να υψώνεται, αυτή τη φορά με προοδευτική μάσκα. Η βία εναντίον των Εβραίων δεν είναι ιστορία. Είναι παρόν. Και θα μας κρίνει όλους.

Ο Νίκος Κουρεμένος είναι δρ Θεολογίας, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου