«Σταθερή ειρήνη και ανάπτυξη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς επανένωση της Κύπρου». Είναι η κατακλείδα της δήλωσης του Τάκη Θεοδωρικάκου για την επέτειο των 51 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη διαίρεση του νησιού που ισχύει έκτοτε. Να επισημάνω, κατ’ αρχάς, την πρωτοτυπία της δήλωσης, δηλαδή την αναφορά στην ανάπτυξη, όχι μόνο στην ειρήνη ή το δίκαιο. Γίνεται, επειδή ο κ. Θεοδωρικάκος είναι υπουργός Ανάπτυξης στην κυβέρνηση. Με τον τρόπο αυτόν καλύπτεται θεσμικά από την πιθανή απορία των καλόπιστων τρίτων για την αρμοδιότητα του κ. Θεοδωρικάκου να απευθύνει επετειακά μηνύματα urbi et orbi περί Κυπριακού. Αν ήταν υπουργός Προστασίας του Πολίτη, η αναφορά δεν θα ήταν στην ανάπτυξη, αλλά στην ασφάλεια, αν ήταν Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, στη θέση που είναι σήμερα η Δόμνα Μιχαηλίδου, η αναφορά θα ήταν στην οικογένεια κ.ο.κ.
Επειτα, ο ισχυρισμός που διατυπώνει δεν είναι ακριβής. Η δυσάρεστη πραγματικότητα είναι ότι η μεγαλύτερη περίοδος ειρήνης στην Κύπρο είναι τα 51 χρόνια μετά την εισβολή και την επιβολή των τετελεσμένων. Πόσο πιο σταθερή θέλει την ειρήνη ο κ. Θεοδωρικάκος; Αντιθέτως, όποιος έχει τη στοιχειώδη, την επιφανειακή γνώση της ιστορίας του ζητήματος ξέρει ότι η προηγηθείσα περίοδος, από την έναρξη του αντι-αποικιακού αγώνα των Κυπρίων μέχρι την εισβολή του 1974, ήταν ταραχώδης στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Εκείνη την εποχή ήταν ζωντανή η απειλή για την ειρήνη στην περιοχή.
Δεν αποκλείω ωστόσο την πιθανότητα ο κ. Θεοδωρικάκος να υπονοεί, με την αναφορά του στην αστάθεια της ειρήνης, κάτι που δεν είναι γνωστό ευρέως, επειδή λόγοι εθνικού συμφέροντος επιβάλλουν να μένει εκτός δημοσιότητας. Αν, ας πούμε, η Αθήνα επί μισό αιώνα τώρα καταβάλλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να συγκρατήσει τους Κυπρίους να μη χυμήξουν στους εισβολείς και τους πετάξουν στη θάλασσα, τότε θα μπορούσαμε να κάνουμε υπαινιγμούς για απειλές στην ειρήνη. Αλλά μου φαίνεται πολύ απίθανο και λυπάμαι αν σας πληγώνω που το λέω.
Με αφορμή, πάντως, τη θλιβερή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, οι φετινές δηλώσεις των παραγόντων της πολιτικής ξεχώρισαν για ένα στοιχείο: την απουσία κάθε αναφοράς σε τυχόν δικές μας, ελληνικές, ευθύνες για την τραγωδία στην Κύπρο. Παλαιότερα τολμούσαμε μια διακριτική αναφορά στις ευθύνες μας. Φέτος ήταν σαν να είχαμε επιστρέψει στο κλίμα της δεκαετίας του 1980. Ισως η επίγνωση του μισού αιώνα μάς βαραίνει πολύ και σκληραίνουμε τη στάση μας. Στη ρητορική μόνο.
ΝΗΝΕΜΙΑ
Τα νέα θαλάσσια πάρκα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ήταν μια αναγκαία και εκ του αποτελέσματος ασφαλής κίνηση για να δείξει ότι, τέλος πάντων, κάτι κάνουμε και εμείς όταν τόσα συνταρακτικά συμβαίνουν γύρω μας. Δεν περιοριζόμαστε να αντιδρούμε μόνο σε όσα κάνουν οι άλλοι. Επίσης, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η λειτουργία των πάρκων, δηλαδή η εφαρμογή όλων των μέτρων που προβλέπονται, θα είναι απολύτως ευεργετική για το θαλάσσιο περιβάλλον. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα γίνει από πλευράς της κυβέρνησης η δουλειά που χρειάζεται για τη δημιουργία των πάρκων.
Μεγάλο ενδιαφέρον, όμως, έχει και το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από την ήπια αντίδραση της Τουρκίας στην ανακοίνωση. Αν κρίνω από τις θέσεις του υπουργείου των Εξωτερικών τους, οι Τούρκοι δεν υποχωρούν από τις γνωστές θέσεις τους – θα ήταν αφέλεια αν το περιμέναμε. Ούτε όμως αντιδρούν με τον παροξυσμό υστερίας και απειλών άλλων εποχών. Αυτό σημαίνει ότι, ευτυχώς για εμάς, τα ελληνοτουρκικά είναι χαμηλής προτεραιότητας θέμα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Οσο βρίσκεται αναμεμειγμένη στη Συρία, με την κατάσταση του καθεστώτος εκεί ρευστή, αλλά και το ενδεχόμενο μιας ευθείας σύγκρουσης με το Ισραήλ, η Τουρκία έχει σοβαρότερα θέματα να την απασχολούν από τα δικά μας. (Αλλωστε, έχει αφήσει στο πόδι της τη Λιβύη να τρέχει τις υποθέσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο…) Μπορούμε να είμαστε ήσυχοι, νομίζω. Προσωρινά, εννοείται, για όσο διαρκεί η συγκεκριμένη ισορροπία της κατάστασης…







