Οι τίτλοι των προγραμμάτων ήταν φιλόδοξοι: «Πρόγραμμα Διοικητικού Εκσυγχρονισμού» (1993), «Στρατηγικό σχέδιο διοικητικής μεταρρύθμισης» (1996), «Πρόγραμμα ΠΟΛΙΤΕΙΑ» (2001), «Επανίδρυση του Κράτους» (2004-2009), «Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Διοικητικής Μεταρρύθμισης» (2007-2013), «Μεταρρύθμιση Δημόσιου Τομέα» (2014-2020), «Εθνική Στρατηγική για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση» (2017-2019), «Επιτελικό κράτος» (2019). Οι χρηματοδοτήσεις γενναίες, οι τεχνικές βοήθειες αφειδώς προσφερόμενες από ευρωπαϊκά εργαλεία, τα σχέδια δράσης αναλυτικά και πολυσέλιδα. Και όμως, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποδεικνύει ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση παραμένει θεσμικά φορτωμένη και ουσιαστικά καθηλωμένη. Επί δεκαετίες, η προσδοκία ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση – με τους θεσμούς, τις οδηγίες, τα διαρθρωτικά ταμεία και τη διοικητική τεχνογνωσία – θα επέβαλε μια σταδιακή εξευρωπαϊσμένη αναμόρφωση. Στην πράξη, όμως, το ελληνικό κράτος επιδεικνύει μια μοναδική ικανότητα να προσαρμόζει τις ευρωπαϊκές μεταρρυθμιστικές πιέσεις στη δική του παραδοσιακή λογική: των τύπων χωρίς ουσία, της συμμόρφωσης χωρίς αλλαγή.
Η διοικητική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα μια σειρά από επάλληλες απομιμήσεις. Εισάγονται εργαλεία και έννοιες – SWOT, KPIs, αποδοτικότητα, επιχειρησιακά πλάνα – αλλά δεν ενσωματώνονται ποτέ στην καθημερινότητα των υπηρεσιών. Γίνονται απλώς κουτάκια σε αιτήσεις επιδότησης, όχι τρόπος σκέψης. Η στρατηγική δεν οδηγεί τις αποφάσεις∙ απλώς τις ακολουθεί εκ των υστέρων, για να νομιμοποιήσει ό,τι έχει ήδη αποφασιστεί πελατειακά. Η τυπολατρία παραμένει το ισχυρότερο εργαλείο της ελληνικής γραφειοκρατίας – όχι όμως για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, αλλά για την προσαρμογή των κανόνων στις εξυπηρετήσεις. Οσο περισσότερα οι νόμοι και οι εγκύκλιοι τόσο περισσότερα τα παραθυράκια και οι εξαιρέσεις. Η διοίκηση δεν παρεκκλίνει από τον νόμο∙ απλώς τον χειρίζεται επιλεκτικά. Και πίσω από την υπερπαραγωγή κανονισμών κρύβεται μια επιμελώς συντηρούμενη ακαμψία. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές, αντί να εξευγενίσουν το σύστημα, τελικά υποτάσσονται σε αυτό. Εφαρμόζονται μόνο στον βαθμό που εξασφαλίζουν πόρους∙ και ακυρώνονται στην πράξη μέσα από τη διοικητική καθημερινότητα. Η εφαρμογή οδηγίας δεν σημαίνει και επίτευξη των στόχων της. Η «ενσωμάτωση» είναι λέξη του τυπικού ρεπερτορίου∙ όχι της ουσιαστικής πολιτικής βούλησης. Η Ενωση, με τη σειρά της, έχει τις δικές της ευθύνες. Επέτρεψε την τυπική συμμόρφωση να λογίζεται ως πραγματική αλλαγή. Ανεχόταν τη διαχείριση κονδυλίων μέσα από ένα διαχειριστικό πλαίσιο που υπερτονίζει τη γραφειοκρατία και υποβαθμίζει την ουσία. Οσο η Επιτροπή ικανοποιούνταν με checkboxes, η ελληνική διοίκηση της προσέφερε λίστες, όχι αποτελέσματα. Το χειρότερο όμως δεν είναι ότι η διοικητική μεταρρύθμιση απέτυχε. Είναι ότι ποτέ δεν επιχειρήθηκε αληθινά. Επιχειρήθηκαν αλλαγές στον τύπο, όχι στην ουσία. Καμία μεταρρύθμιση δεν προχώρησε σε σύγκρουση με την πελατειακή παράδοση, με το ιδιοτελές αίτημα των ομάδων συμφερόντων, με τη βραχυπρόθεσμη λογική των πολιτικών ηγεσιών. Και όσο αυτό παραμένει αδιατάρακτο, καμία επιτροπή, κανένας δείκτης, κανένα τεχνικό δελτίο δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του κράτους σοβαρή υπόθεση. Η πραγματική μεταμόρφωση της διοίκησης δεν θα έρθει από έναν ακόμα νόμο, ένα νέο πληροφοριακό σύστημα ή ένα ακόμη στρατηγικό σχέδιο. Θα έρθει μόνο όταν η διοίκηση γίνει αυτόνομο κέντρο δημόσιας λογοδοσίας και αποτελεσματικότητας – και όχι εργαλείο εξυπηρετήσεων και διαχείρισης ισορροπιών.
Αν δεν σπάσει ο μηχανισμός της προσχηματικής συμμόρφωσης και της δομικής ιδιοτέλειας, η ελληνική διοίκηση δεν θα αλλάξει ποτέ∙ απλώς θα συνεχίσει να παράγει σχέδια χωρίς σχέδιο, πρόοδο χωρίς αποτέλεσμα και ένα κράτος που υπάρχει όχι για να εξυπηρετεί τον πολίτη, αλλά για να επιβιώνει. Μέχρι τότε η Ελλάδα θα συνεχίσει να εκσυγχρονίζει το περίβλημα, αλλά όχι το περιεχόμενο. Θα συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις χωρίς μεταμόρφωση. Και η Ευρώπη θα συνεχίσει να βλέπει μια διοίκηση που μιλά τη γλώσσα της αλλά σκέφτεται αλλιώς.







