Από τα μονοπάτια στη λεωφόρο
Η διαχρονική απόσταση ανάμεσα στην καθημερινή και την «επίσημη» γλώσσα, την ίδια στιγμή που η λογοτεχνία ενσωμάτωνε όλες τις μορφές
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Πριν από έναν αιώνα και κάτι σε αυτόν τον τόπο σφαζόμασταν για τη γλώσσα. Εναν αιώνα και κάτι σήμερα κανείς δεν νοιάζεται για τη γλώσσα. Η μικρή ιστορία αναφέρει πως, όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα διορίστηκε ο Κωστής Παλαμάς γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο τότε πρύτανης, μαθηματικός, στην ορκωμοσία του τού είπε: «Και τώρα, κύριε Παλαμά, που αξιωθήκατε να γίνετε υπάλληλος, και μάλιστα στο Αθήνησι, ελπίζω πως θα εγκαταλείψετε την ποίησιν». Εχω τη γνώμη πως, αν ο νέος τότε γραμματέας έγραφε ποίηση στην καθαρεύουσα, δεν θα έκανε την ίδια δήλωση ο πρύτανης του καιρού. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, το γεγονός πως ο Παλαμάς είχε δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Τα τραγούδια της πατρίδας μου»! Αρα, εκείνο που απέρριπτε ο μακάριος μαθηματικός καθηγητής ήταν πως η γλώσσα των ποιημάτων του Παλαμά χαρακτηρίζονταν από καθαρή ιθαγένεια, είχαν ταυτότητα γνησιότητας και, βέβαια, εγγύηση ιστορίας, διότι όλες οι πατρίδες, οι τόποι καταγωγής των πατέρων έχουν αυθεντία γνησιότητας.
Ενα από τα αδιανόητα ιστορικά τεκμήρια εκείνης της εποχής ήταν η δημοσίευση των εξαίσιων συλλογών του μεγάλου λαογράφου Νικολάου Πολίτη, με περιεχόμενο τις «Παραδόσεις του ελληνικού λαού» και τα «Τραγούδια του ελληνικού λαού». Πόση τύφλα ιστορική, πολιτισμική, γλωσσική πρέπει να έχει κανείς για να αρνείται την πραγματικότητα ενός λαού, την πορεία του μέσα σε τραγικές συνθήκες δουλείας να διασώζει τα ήθη και τα έθιμά του και τη γλώσσα του, νανουρίσματα, τα γαμήλια άσματα και τα μοιρολόγια. Πόσο φανατισμό πρέπει να έχει ποτίσει τη συνείδηση των δασκάλων του ένα κράτος που να έχει θεωρήσει ως λογικό ένας πολίτης, είτε μαθητής, είτε δάσκαλος, είτε δικαστής, είτε δικηγόρος, άλλη γλώσσα να μεταχειρίζονται στο σπίτι τους, στην αγορά της γειτονιάς, στο ερωτικό κρεβάτι και στο ξόδι των γονιών και άλλη γλώσσα να αρχίζουν να αρθρώνουν στο σχολείο, σε άλλη γλώσσα να αιτούνται στις αρχές και σε άλλη γλώσσα, σχεδόν ακατανόητη, να ακούνε τον εισαγγελέα να τους κατακεραυνώνει και τους δικαστές να απαγγέλλουν μια ακατανόητη απόφαση που, όμως, πιθανόν τους οδηγήσει είτε σε μια φυλακή, είτε στο ψυχιατρείο, είτε στο απόσπασμα.
Σκέφτομαι συχνά τον μεγάλο Παλαμά να γράφει ως υπάλληλος στο Πανεπιστήμιο ανακοινώσεις, προαγωγές, τιμωρίες, επαίνους για πράξεις πανεπιστημιακών δασκάλων σε μια γλώσσα τελείως ξένη στα αφτιά του λαϊκού κοινού που, όμως, κατανοούσε και χαίρονταν, όσο κι αν ο ποιητής στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» κραύγαζε: «Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων». Και βέβαια ο Παλαμάς, όπως κι ο πρωτοπόρος Ψυχάρης, δεν γιουχάριζαν τη γενέθλια γη - εξάλλου αυτό σήμαινε πατρίς, η γη που γεννήθηκε και έζησε ο πατέρας μας - αλλά το ιδεολόγημα που χώριζε τους ανθρώπους στα δύο ή στα τρία, που έστελνε ανθρώπους στην εξορία ή στο εκτελεστικό ή τους στερούσε τον επιούσιον άρτον τους.
Κανένα πρόβλημα κατανόησης ενός κειμένου δεν είχε στις αρχές του 20ου αιώνα ένας Ελληνας της υπαίθρου και των γειτονιών της πρωτεύουσας, εάν διάβαζε μια παράγραφο του Μακρυγιάννη, που τότε έγινε γλωσσικός σηματωρός και μια παράγραφο από τον «Αμερικάνο» του Παπαδιαμάντη ή το «Μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Βιζυηνού. Τι τραγωδία για το ήθος ενός λαού ένας κοινοτάρχης στα ελληνικά βουνά, στο πανηγύρι του αγίου της περιοχής, που καλούσε την κομπανία των μουσικών να παίξει τα τσάμικα και τα καλαματιανά, τις σούστες και το πεντοζάλι να χορέψουν άνδρες και γυναίκες και από κοντά κορασίδες και έφηβοι, ενώ σε ένα διάλειμμα του γλεντιού έπρεπε να εκφωνήσει στην καθαρεύουσα (που πιθανόν τα είχε γράψει ο δάσκαλος) τον πανηγυρικό, κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Είχαν και οι Ελβετοί, όχι μία, αλλά τρεις επίσημες γλώσσες, Γερμανικά, Ιταλικά, Γαλλικά, αλλά δεν έχανε ένας δήμαρχος το αξίωμά του, όπως π.χ., στη Φθιώτιδα, αν μιλούσε στις αγράμματες μαμάδες και στους γέροντες απομάχους των πολέμων στη γλώσσα που έκανε έναν ολόκληρο λαό εκατοντάδες χρόνια υπόδουλο να επιβιώσει, μιλώντας τη γλώσσα της μάνας τους και ζυμώνοντας το καρβέλι, σφραγισμένο με τα σύμβολα της Ορθοδοξίας.
Είναι ένα φαινόμενο σοβαρής εκτίμησης των εξελίξεων στο ήθος ενός λαού να ζει, να δημιουργεί, κολυμπώντας στον γλωσσικό πλούτο που τους δώρισε η παράδοση και οι τύχες της πορείας του στον ιστορικό χρόνο. Από τη μια να ξεθάβει τους νεκρούς του και να πλένει τα οστά, πριν πάνε στο οστεοφυλάκιο και την ίδια στιγμή στις εθνικές τους εορτές να υμνούν τη λευτεριά, βγαλμένες από τα κόκκαλα των Ελλήνων.
Γνωρίζω τους ιδεολογικούς λόγους και την ιδεολογική συγκυρία που οδήγησαν τον Αδαμάντιο Κοραή, από τη μια, και τον Γιάννη Ψυχάρη, από την άλλη, να μας μπολιάσουν για χρόνια με τη γλωσσική μονοκαλλιέργεια. Αναφέρω μόνο το ιδεολογικό αλαλούμ της ζωής τους. Ο Κοραής στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης είναι οπαδός φανατικός του Ροβεσπιέρου, δηλαδή της Επαναστατικής Αριστεράς, και ο Ψυχάρης, φανατικός βασιλόφρων, στις εποχές του Διχασμού. Αντε να βρεις άκρη.
Από την άλλη ο Ελευθέριος Βενιζέλος καθιέρωσε ως επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης την καθαρεύουσα, ενώ ως Επτανήσιος ήταν δημοτικιστής ο Ιωάννης Μεταξάς! Αυτός παρουσίασε την έξοχη, και έως σήμερα, «Γραμματική της Νεοελληνικής Γλώσσας» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη!
Ημουν μαθητής στη διάρκεια της Κατοχής, στον Εμφύλιο έως την ισοπεδωτική εγκαθίδρυση της καθαρεύουσας στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Τελείωνα το δημοτικό το 1949 και μαζί με άλλους συμμαθητές μου στο ιδιωτικό λύκειο της πόλης μας (σπούδαζα δωρεάν, γιατί ο ιδιοκτήτης ήταν φίλος του εξόριστου πατέρα μου) αφήσαμε στην ελληνική εκπαίδευση μια ανθολογία με κείμενά μας που το 1953 έγινε επίσημα βοηθητικό ανάγνωσμα στη δημόσια παιδεία («Τα Αγριολούλουδα»). Με τέτοια έξοχη θητεία στη γλώσσα της λογοτεχνικής παράδοσης έπρεπε, για να εισαχθώ στο Πανεπιστήμιο και στις απαραίτητες εξετάσεις, τις «Πανελλήνιες», να γράψω σε αυστηρή καθαρεύουσα. Και έδωσα και αρίστευσα (εισήλθα πρώτος σε ολόκληρη την εκπαιδευτική περιφέρεια Φθιώτιδος). Τέτοιος γλωσσικός διχασμός, ο οποίος, οφείλω να ομολογήσω, βοήθησε τους ομιλήκους μου να διακριθούν στη Φιλολογία, τη Νομική, την Οικονομία, τις Θετικές Επιστήμες, βιώνοντας αυτόν τον υπαρξιακό διχασμό.
Αλλη γλώσσα στο Ευαγγέλιο, άλλη γλώσσα στον μπακάλη, άλλη γλώσσα λέγοντας παραμύθια στα μωρά μας και άλλη γλώσσα στο πανηγύρι της γενέθλιας πόλης μας και στις λαϊκές εκδηλώσεις στις εθνικές εορτές. Φαντάζεσθε το γλωσσικό δράμα του Γιώργου Σεφέρη που, όντας πρέσβης, που χρημάτισε, μάλιστα, και γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου και έγραφε και τις επίσημες ανακοινώσεις στον Αλβανικό Επος, συνάμα έγραφε το θεμελιώδες για τη γλώσσα μας έργο του που τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ. Εκεί που ομολογεί πως «όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Ο Βάρναλης, δάσκαλος και γενικός επιθεωρητής, απολύθηκε από τη θέση του, διότι χρησιμοποιούσε στο λογοτεχνικό του έργο την «ακάθαρτη» γλώσσα, όταν το κράτος τον άμειβε για την «καθαρή»! Η τραγωδία συνεχίστηκε και στην επάρατη επταετία του 1967. Ημουν εκπαιδευτικός και εξορίστηκα υπηρεσιακά στο Κρανίδι Αργολίδος. Ευτυχισμένη περίοδος, κατά τ΄ άλλα. Εφτιαξα πιστούς μαθητές και αφήσαμε έως σήμερα, εγώ και η μακαρίτισσα γυναίκα μου Ναυσικά Μάργαρη, μέρος της ψυχής μας. Τόσο, ώστε συνέχισα να διοργανώνω έως σήμερα ετήσιο φεστιβάλ θεάτρου και μουσικής.
Οσοι έχουν ακούσει ή ακούνε σε επετείους σήμερα τα γαυγίσματα του δικτάτορα σε μια ξύλινη γλώσσα, θα αντιληφθούν, γιατί η ποίηση που γράφτηκε αυτή την εποχή (Βραβείο Νομπέλ στον Οδυσσέα Ελύτη) έχει μια δημοκρατική γενναιότητα που, ευτυχώς, συνεχίζεται ως τις μέρες μας, όπου ο γλωσσικός διχασμός φαντάζει απίστευτος για έναν σημερινό νέο που μπορεί να χαίρεται λογοτεχνία απροκατάληπτη γλωσσικά. Μέγα γλωσσικό πρότυπο το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, αείμνηστου φίλου και συνοδοιπόρου.
Η γλώσσα μας από μια πλειάδα μονοπατιών και παράδρομων έγινε πια κυριολεκτικά λεωφόρος.

