Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ενα χρόνο μετά την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν ως του 46ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι θα συμβεί τα επόμενα τρία - μέχρι, δηλαδή, να έρθει η ώρα οι κάλπες να αναδείξουν τον διάδοχό του, τον Νοέμβριο του 2024. Υπάρχει, όμως, κάτι για το οποίο οι πάντες σχεδόν δηλώνουν σίγουροι: Στις ενδιάμεσες εκλογές που θα διεξαχθούν τον φετινό Νοέμβριο, οι Δημοκρατικοί θα χάσουν την ισχνή πλειοψηφία που διαθέτουν στη Γερουσία, ενώ είναι πιθανό να απωλέσουν και τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ούτως ή άλλως, όσον αφορά στη Γερουσία - στην οποία η πλειοψηφία ήταν αποτέλεσμα της «διπλής» ψήφου της αντιπροέδρου των ΗΠΑ, όπως προβλέπεται από το σύνταγμα όταν ο συσχετισμός είναι 50-50 - το πλεονέκτημα των Δημοκρατικών ήταν μόνο αριθμητικό. Επί της ουσίας, όπως απέδειξε και το ναυάγιο μιας σειράς σημαντικών νομοθετημάτων (μεταξύ τους και του εμβληματικού προγράμματος Build Back Better, των 1,75 τρισ. δολαρίων), η πλειοψηφία αυτή δεν υφίστατο, εξαιτίας της άρνησης ορισμένων συντηρητικών εκπροσώπων του κόμματος να το στηρίξουν. Οπως, για παράδειγμα, του Τζο Μάντσιν, από τη Δυτική Βιρτζίνια, ο οποίος θα μπορούσε άνετα να ανήκει στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων…
Σε κάθε περίπτωση, η αναμενόμενη εκλογική ήττα, όπως και η απογοητευτική για Μπάιντεν και Δημοκρατικούς εικόνα των δημοσκοπήσεων, αποτυπώνουν κάποια από τα βασικά δεδομένα που υπήρχαν πολύ πριν ο Μπάιντεν ανοίξει την πόρτα του Λευκού Οίκου και του Οβάλ Γραφείου. Ενα από αυτά είναι, αναμφίβολα, το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν καμία στιγμή να εκπέμψουν σαφές στίγμα και ενώθηκαν μόνο κάτω από τη «σημαία» της απομάκρυνσης του Ντόναλντ Τραμπ από την προεδρία. Αρκεί μόνο να ανατρέξει κανείς στις αντιφατικές και άκρως ανταγωνιστικές θέσεις που εξέφρασαν οι 20 περίπου διεκδικητές του χρίσματος του προεδρικού υποψηφίου στη διάρκεια του 2020 προκειμένου να πειστεί για του λόγου το αληθές.
Ενα ακόμη έχει να κάνει με τον βαθύ διχασμό και την πόλωση εντός της αμερικανικής κοινωνίας. Ενα φαινόμενο που έχει αποκτήσει πρωτοφανή διάσταση, εντάθηκε με την παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία, αποτυπώθηκε δραματικά στην εισβολή στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2021 και σίγουρα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις εκκλήσεις περί ενότητας και τις επικλήσεις στην ισχύ του αμερικανικού έθνους, στα οποία βασίστηκε ο Μπάιντεν για να εκλεγεί. Πολύ περισσότερο καθώς ο νυν πρόεδρος κάθε άλλο παρά έχει αποδειχθεί ικανός να εμπνέει, ενώ εμφανίζεται να είναι δέσμιος των αντιθέσεων, εντός και εκτός του κόμματός του, και ανίκανος να τις υπερβεί - ενώ ταυτόχρονα, απέδειξε στην πράξη ότι σε καίρια ζητήματα, κυρίως στην εξωτερική πολιτική, την οικονομία και το εμπόριο, ουσιαστικά συμφωνεί με τις θέσεις Τραμπ.
Ισως αυτά δίνουν απάντηση και στο ερώτημα που έθεσε πρόσφατα ο Ντέρεκ Τόμσον στο The Atlantic: «Το πρώτο έτος του Τζο Μπάιντεν καταστράφηκε. Ποιος φέρει την ευθύνη;».