Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Αναφέρθηκε πολύ τις μέρες αυτές η περίφημη πλέον πρώτη λογοτεχνική φράση του Αλεξάκη στα γαλλικά, το πρώτο του άνοιγμα της γαλλικής πολιτισμικής πύλης με το δικό του χέρι στο βαρύ της μπρούτζινο πόμολο, στα δεκαεφτά του χρόνια: «Δεν υπάρχει θεός, είμαι σε θέση να το ξέρω». Λέγεται (το λέει ο ίδιος, το 1989 στο Παρίσι-Αθήνα) ότι την προόριζε συνειδητά, ήδη απ' τη στιγμή που την πρωτογράφει στα εφηβικά του χρόνια τότε στη Λιλ, στο βορειότερο άκρο του γαλλικού εξαγώνου, στο βορειότερο και πιο μουντό άκρο, για επιτύμβια επιγραφή - τη δική του. Αναφέρθηκε εκτενώς η φράση αυτή, «κυκλοφόρησε» όπως λέμε, λόγω και του αυτονόητου δέους που προκαλεί το άκουσμά της δίπλα στην είδηση του θανάτου του, όμως μάλλον δεν της δόθηκε η ιδιαίτερη προσοχή που της αξίζει ως προς το πραγματικό ζήτημα που θέτει.
Τα λόγια που γράφει στο χαρτί το 1960 ο νεαρός Βασίλης Αλεξάκης προσβλέποντας στην «κάθοδό» του στο Παρίσι, στην «κάθοδό» του στη λογοτεχνία (που εκείνη τη γενεσιουργό στιγμή είναι το ίδιο και το αυτό), και στην ουσία επινοώντας μια προσωπική μνήμη του μέλλοντος, είναι στα γαλλικά. Ειδικά στο δεύτερο μέρος της, η φράση δεν μπορεί να βρει το πλήρες της χρώμα παρά μόνο στα γαλλικά εφόσον βασίζεται στην έκφραση «être bien placé» που επί λέξει σημαίνει όχι μόνο να είναι κανείς «σε θέση» αλλά και σε «καλή» ή «κατάλληλη» θέση, εξού και το δεικτικό οξύμωρο.
Και σαφώς, βέβαια, είναι η πρώτη του λογοτεχνική φράση στα γαλλικά, όπως λέει, ακριβώς διότι είναι μια φράση που τον καθιστά Γάλλο διαμέσου του λογοτεχνικού διαβήματος. (Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να είναι κανείς Γάλλος από αυτόν).
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το διαρκές διττό ερώτημα που τίθεται στη ζωή και στο έργο του ελληνογάλλου συγγραφέα - πού είμαι; ποιος είμαι; - και το οποίο σίγουρα προϋπάρχει αυτής της φράσης, βρίσκει μια εναλλασσόμενη μα και απολύτως σταθερή απάντηση: είμαι εκεί που γράφω, και είμαι αυτός που γράφει εκείνη τη στιγμή. Ο «τρόπος» του Αλεξάκη είναι ο τόπος του, και είναι ένας πολύ αληθινός τόπος διότι πρωτίστως ο τρόπος είναι αληθινός. Είναι το αντίστροφο του πενήντα-πενήντα, του λίγο εδώ-λίγο εκεί, λίγο έτσι-λίγο αλλιώς. Οχι, η γλώσσα του Αλεξάκη πατάει στα πόδια της και είναι πάντοτε τελείως ελληνική ή τελείως γαλλική - το ίδιο και ο κόσμος του. Δεν σημαίνει αυτό ότι παύει να είναι Γάλλος όταν γράφει ελληνικά, ότι δεν φτιάχνει συχνά δικές του ελληνογαλλικές λέξεις και εκφράσεις ή ότι χάνει την ελληνική προφορά του όταν μιλάει γαλλικά, τη γλυκιά, μεταλλική ελληνική προφορά των Ελληνοπαριζιάνων του '60 και του '70, αυτή των Ζιτάν και του αθάνατου σιντριβανιού της Πλατείας Σαν Μισέλ, αλλά ότι πάντοτε «εκείνη τη στιγμή», όποια κι αν είναι αυτή, είναι ένας διόλου διασπασμένος, διόλου συγκεχυμένος, μα αντίθετα ένας πολύ συγκεκριμένος άνθρωπος.
Η «θέση» του Αλεξάκη είναι το Παρίσι με τις μαριονέτες στο πάρκο του Λουξεμβούργου όπου παρελαύνουν οι λογοτεχνικοί ήρωες της νεότητάς του, οι Τρεις Σωματοφύλακες κι ο Μιχαήλ Στρογκώφ, είναι τα βουλεβάρτα με τα φαρδιά παλτά και τη «Monde» διπλωμένη στην εξωτερική τσέπη, εφημερίδα όπου ο ίδιος γράφει επί πολλά χρόνια· είναι η πόλη των ταξιδιωτών, των μετοίκων, των ξένων, των μεταναστών των οποίων υπερασπίζεται την παρουσία στη Γαλλία όταν αυτή τίθεται θεσμικά υπό αμφισβήτηση το 2007· είναι η θρυλική ραδιοφωνική εκπομπή Des Papous dans la tête της δημόσιας France Culture στην οποία συμμετέχει τακτικά στο πλευρό του Ρολάν Τοπόρ, της Κλερ Μπρετεσέ, του Ζορζ Περέκ και τόσων άλλων. Κι η «θέση» του είναι η Αθήνα του κέντρου, των μικρών διαμερισμάτων και των στενών πεζόδρομων, αυτή της μητρικής γλώσσας που «δεν είναι παρά η πρώτη ξένη γλώσσα που μαθαίνεις», όπως γράφει στη σελίδα 53 του ομώνυμου μυθιστορήματός του (1995)· είναι τα κόκκινα γιλέκα του περιοδικού δρόμου «Σχεδία» που πουλούσε κι αυτός υπέρ των φτωχών και των αστέγων της πόλης· είναι η Τήνος και ο θαλάσσιος ορίζοντας του Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (2005) στο οποίο φεύγει, πηγαίνει κι επανέρχεται σε ό,τι υπήρξε και ό,τι ενυπάρχει, σε όποια εικόνα και αίσθηση δεν γίνεται ποτέ να ξεχαστεί: «Βγήκα στο κατάστρωμα.
Πλήθος ταξιδιώτες ήταν παραταγμένοι κατά μήκος της κουπαστής και χάζευαν τη θάλασσα. Πότε κοιτούσαν χαμηλά, σαν να προσπαθούσαν να διακρίνουν τον βυθό, και πότε έστρεφαν το βλέμμα προς τον ορίζοντα».
Εκεί κατοικεί διαρκώς και περιμένει τη στιγμή του ο λογοτέχνης, ο ταξιδιώτης της κουπαστής, στους δύο αυτούς κραταιούς κόσμους που κάποτε συναντιούνται μέσα του σαν βλέμματα, άλλοτε του βυθού κι άλλοτε του ορίζοντα.
Ο Μάκης Μαλαφέκας είναι συγγραφέας