Στους «Ληστές» των Γιώργου Γούση και Γιάννη Ράγκου το τοπίο είναι το καλύτερο αντηχείο για την ψυχολογία των (αντι)ηρώων. Σκοτεινό, ποτισμένο στη βροχή και την υγρασία, σπηλαιώδες, ανελέητο. Στη σελίδα 14 δέχεται το αίμα του Κωσταντόβα. Στη σελίδα 35 το επιστρέφει ως γδικιωμό. Στη σελίδα 60 μεταμορφώνεται σε χθόνιο τύμβο της εκδίκησης, στην 111 σε ανάμνηση θανάτου. Στην επικράτεια των ληστών Θύμιου και Γιάννη Ντόβα η νεωτερικότητα κονταροχτυπιέται με την παράδοση. Εδώ, στην Ηπειρο των αρχών του 20ού αιώνα, όλα είναι κοινότητα. Απομονωμένη, περίκλειστη, παγωμένη στον χρόνο. Μια κοινότητα που θρηνεί τους νεκρούς της (οι μοιρολογίστρες του Κωσταντόβα σαν ασπρόμαυρος επιτάφιος) και, κυρίως, μεταφέρει την ανάμνησή τους στις πλάτες των επιγόνων. Τα αδέρφια Ντόβα συνδέονται με τον σιωπηλό όρκο της εκδίκησης του πατέρα, τους κώδικες της βαλκανικής τιμής και τα προνόμια που τους παρέχει η «ηρωολατρία». Η καταγωγική μήτρα των παθών παραμένει η προνεωτερική αυτοδικία.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ