Ζητήσαμε από την ποιήτρια Δήμητρα Κωτούλα, που έχει μεταφράσει στο παρελθόν για το περιοδικό «Ποιητική» ποιήματα της Γκλικ και αυτή την περίοδο ολοκληρώνει τη μετάφραση του «Πιστή και ενάρετη νύχτα» μαζί με τον Χάρη Βλαβιανό, να επιλέξει δύο δείγματα γραφής.
Το ρούχο
Η ψυχή μου στράγγισε.
Λες κι ήτανε ψυχή πιάστηκε στη φωτιά
αλλά όχι εντελώς, δεν έσβησε, όχι.
Ανέπνεε. Καυτή.
Ζούσε. Ακέραια.
Αλλά όχι από μοναξιά.
Αλλά από καχυποψία.
Καχύποπτη μετά από βία.
Πνεύμα, εσύ, που θα κληθείς ν’ αφήσεις το κορμί
και να σταθείς έκθετο, μια στιγμή
σπαρταριστό, όπως
όταν θα παρουσιαστείς μπροστά στο θείο –
πνεύμα μαγεμένο από μοναξιά
απ’ την υπόσχεση της χάρης
πώς γίνεται ποτέ να την πιστέψεις πάλι
την αγάπη ενός άλλου πλάσματος – εσύ;
Η ψυχή μου σπαρτάρισε και στράγγισε.
Το σώμα έγινε γι’ αυτήν ένα τόσο μεγάλο ρούχο.
Κι ύστερα ήρθε η ελπίδα και μου δόθηκε ξανά
αλλά ήτανε μια ελπίδα διαφορετική – άλλη.
(Από τη συλλογή Vita Nova,
μτφ. Δήμητρα Κωτούλα)
Σμίξιμο – πάλι
Οταν ο Οδυσσέας, επιτέλους, γύρισε στην Ιθάκη,
αγνώριστος, και σκότωσε τους μνηστήρες
που συνωστίζονταν δίπλα στο θρόνο, στο μεγάλο δωμάτιο
πολύ τρυφερά ζήτησε από τον Τηλέμαχο
να αποχωρίσει: στάθηκε μπροστά στην Πηνελόπη
όπως είκοσι χρόνια πριν.
Στο πάτωμα, διάφανες πλατιές κορδέλες ήλιος
να βάφονται από χρυσές αργά-αργά κόκκινες. Τίποτε δεν της λέει
από όλα αυτά τα τόσα χρόνια – διαλέγει και μιλάει, αντίθετα,
αποκλειστικά για πράγματα μικρά, όπως είναι συνήθεια
να μιλάνε ο άντρας και η γυναίκα που είναι καιρό, πολύ καιρό μαζί, για χρόνια:
αφού μόλις τον αναγνώρισε, κατάλαβε τι είχε κάνει.
Κι έτσι όπως της μιλάει, αχ,
την αγγίζει το μπράτσο.
(Από τη συλλογή Λιβαδοχώρες,
μτφ Δήμητρα Κωτούλα)







