Τελικά, τα σχολεία θα ανοίξουν στις 14 Σεπτεμβρίου. Μπράβο, αν και βρισκόμαστε σε μια καμπή, την οποία ανέδειξε η πανδημία του κορωνοϊού: τα σχολεία έχουν χάσει το κύρος τους. Οπως απέδειξε η περσινή εμπειρία, οι μαθητές μπορούν να περάσουν στην επόμενη χρονιά είτε έχουν είτε δεν έχουν ολοκληρώσει τα μαθήματα της προηγούμενης, είτε τα έχουν μάθει είτε δεν τα έχουν μάθει. Και στη νέα χρονιά, θα συμπληρώσουν ό,τι συμπληρώσουν, θα μείνουν με ό,τι κενά τους προκύψουν, αλλά και πάλι δεν τρέχει τίποτα, του χρόνου θα είναι στην επόμενη τάξη, κι όλα καλά. Το σχολείο, με άλλα λόγια, σαν να έχει παραιτηθεί από την υποχρέωση να εξοπλίζει τους μαθητές του με ένα μίνιμουμ γνωσιακών υποδομών. Σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα, η ύλη διδασκόταν, λόγω της πανδημίας ένα μέρος της μπορεί να μη διδάχτηκε, η ουσία είναι ότι το σύστημα αξιολόγησης που υπάρχει για τους μαθητες δεν είναι επαρκές για να βεβαιώσει την κατάκτηση της γνώσης που τους αντιστοιχεί. Η κατάσταση επιδεινώνεται επειδή δεν υπάρχει αντικειμενικό, αυστηρό σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών – ούτως ή άλλως, η πανδημία έχει καταργήσει κάθε αυστηρότητα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι το σχολείο έχει, σε μεγάλο βαθμό, παραιτηθεί από την υποχρέωσή του να εξοπλίζει τους μαθητές με συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα. Εως πρόσφατα, η κοινωνία είχε αποδεχτεί σιωπηλά την παραίτηση από τη γνώση του Λυκείου, διότι προείχε η φροντιστηριακή εξειδίκευση των υποψηφίων για τα ΑΕΙ. Η κατάσταση αυτή έχει γενικευτεί σε όλες τις βαθμίδες. Σε κάθε περίπτωση, το χαρτί, που θα λάβουν όλα τα παιδιά, πιστοποιεί ότι πέρασαν τις τάξεις, αλλά δεν πιστοποιεί τι έμαθαν. Κι αφού η πολιτεία παραμερίζει, η πραγματική γνώση (και το κόστος της) είναι, πρωτίστως, υπόθεση της οικογένειας. Ποτέ άλλοτε το σχολείο δεν ήταν τόσο ταξικό όσο σήμερα, την εποχή της υποχρεωτικής πρόσβασης στη δωρεάν παιδεία. Παρατηρώ την γκρίνια για τα ΑΕΙ μετά την ανακοίνωση των βάσεων στις εισαγωγικές, όπως διατυπώνεται από διάφορους δημοσιολογούντες. Είναι εύλογη. Το πανεπιστήμιο σε μεγάλο βαθμό μοιάζει να έχει καταργηθεί. Μετά και την πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ από τον Κώστα Γαβρόγλου, τα τμήματα ομοειδών αντικειμένων είναι πολλά σε ολόκληρη την Ελλάδα – πολλά απ’ αυτά δεν έχουν καν εξειδικευμένο προσωπικό. Αλλά δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς η λογική των εκπαιδευτικών θεσμών για πολλά χρόνια είναι το περίπου. Εκτός από τα μεγάλα και ιστορικά ιδρύματα, αλλά και ορισμένα με πολύ καλές επιδόσεις, που πνίγονται μεν από τους αναγκαστικά υπεράριθμους, πλην όμως έχουν φοιτητές που ενδιαφέρονται να μάθουν και να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική και στην ερευνητική δραστηριότητα των σχολών τους, τα υπόλοιπα ιδρύματα απλώς μοιράζουν πτυχία, χρήσιμα μόνο για το Δημόσιο. Πάρε κόσμε.
Η παρακμή της εκπαίδευσης δεν έγινε εμφανής μετά την ανακοίνωση των φετινών βάσεων εισαγωγής. Είναι γνωστή σε όλους. Γνωστή είναι και η θεραπεία της, την περιγράφει με σαφήνεια και η Επιτροπή Πισσαρίδη, που εύλογα τη συνδέει με την αγορά εργασίας. Μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση έπρεπε ήδη να έχει σχεδιάσει μεταρρυθμιστική πολιτική, και να υπολογίζει μια διετία για να την εφαρμόσει. Μια τέτοια πολιτική, δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει κλείσιμο σχολών, συγχωνεύσεις, επανίδρυση της τεχνικής εκπαίδευσης, και δεν μπορεί να μην έχει πολιτικό κόστος. Ετυχε στη Νίκη Κεραμέως να το επωμιστεί. Μπορεί; Ας το δείξει.
ΥΓ.Στο χθεσινό σημείωμα έκανα λάθος. Ο Αναστάσης Πεπονής, το 1994, ήταν υπουργός της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Σημίτης έγινε πρωθυπουργός το 1996.







