Εντονα συζητείται ότι σε πρόσφατη συνεδρίαση στο ΥΠΕΞ με αντικείμενο τη νέα πρόκληση των Τούρκων για τα έξι μίλια εκφράστηκε σε υψηλό επίπεδο η άποψη ότι η ελληνική αντίδραση θα πρέπει να διαχωριστεί ανάλογα με δύο ενδεχόμενα: αν οι Τούρκοι μπουν στα έξι μίλια χωρίς τρυπάνι το περιστατικό θα εκτιμηθεί διαφορετικά από το αν μπουν με τρυπάνι. Και ότι ανάλογα θα εκφραστεί και η ελληνική αντίδραση. Αν συμβεί κάτι τέτοιο θα συνιστά μοιραίο λάθος.
Αν η Τουρκία, ειδικά μετά τα όσα έχει ήδη πει και κάνει, παραβιάσει με δυνάμεις ή/και με ερευνητικά σκάφη οποιασδήποτε μορφής τα έξι μίλια θα πρόκειται για εξαιρετικά σοβαρή ενέργεια επιθετικού χαρακτήρα. Που είναι αδιανόητο να μείνει στρατιωτικά αναπάντητη. Πρώτον, θα επιφέρει ένα τετελεσμένο. Και αυτό θα ισχύει και στα μάτια των τρίτων χωρών. Δεύτερον, δεν μπορεί κανείς με βεβαιότητα να ξέρει το τι θα ακολουθήσει μία τέτοια ενέργεια και πού στο Αιγαίο. Δεν μπορεί να προβλεφθεί αν τέτοιου είδους κίνηση θα κλιμακωθεί και πώς πλέον από τουρκικής πλευράς εντός των έξι μιλίων ή όχι. Τι θα σημαίνει δηλαδή σε επίπεδο σχεδιασμού. Και αν αφεθεί να εξελιχθεί, μετά θα είναι πλέον πολύ αργά. Τρίτον, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι αν γίνει τώρα ανεκτό κάτι τέτοιο θα παγιωθεί: η Τουρκία, κατά τη μόνιμη τακτική της, θα το επαναλάβει. Η Ελλάδα θα τεθεί σε ένα (ακόμα) είδος στρατιωτικής ομηρείας όπως συμβαίνει επί χρόνια με τις παραβιάσεις με τις γνωστές συνέπειες. Ομως τώρα θα είναι πολύ χειρότερο, επιβαρυντικό και επικίνδυνο.
Είναι καθολική η εκτίμηση ότι η κυβέρνηση μπορεί να βρεθεί σύντομα μπροστά σε μία μεγάλη και, για να είναι κανείς ειλικρινής, πολύ δύσκολη απόφαση: πώς απαντά στο επόμενο στάδιο κλιμάκωσης που ήδη εξελίσσεται. Υπάρχει ένα έμμεσο μα αρκετά ασφαλές κριτήριο που θα δείξει τη λογική της. Ο Πρωθυπουργός θα πληροφορηθεί μία εκκολαπτόμενη κρίση αμέσως μόλις αρχίσει να εκδηλώνεται. Η ροή της πληροφόρησης θα γίνεται σε πραγματικό χρόνο. Αν αποφασίσει ότι θα τη χειριστεί από το γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου θα είναι μία κατάσταση. Αν μεταβεί στο ΕΘΚΕΠΙΧ (Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων) θα είναι εντελώς άλλη. Το πρώτο ενδεχόμενο θα σηματοδοτήσει την προδιάθεση να επιχειρήσει η κυβέρνηση να αποστρέψει το βλέμμα ενώπιον του κινδύνου. Το δεύτερο θα δείξει στην κατεύθυνση της αποφασιστικής απάντησης.
Την κρίση του 1987 ο Ανδρέας Παπανδρέου τη χειρίστηκε με έναν επικοινωνιακό νεωτερισμό: έκανε υπουργικό συμβούλιο μπροστά στις κάμερες. Και σε απευθείας μετάδοση απείλησε την Τουρκία με πόλεμο. Αμέσως μετά συνέβησαν τα εξής: η κρίση αποκλιμακώθηκε, όμως η Ελλάδα απέχει έκτοτε από τα δώδεκα μίλια. Το 1996 ο Κώστας Σημίτης όχι απλώς παρέμεινε στο γραφείο του αλλά περιχαρακώθηκε σε αυτό. Οι εικόνες του τότε Α/ΓΕΕΘΑ ναυάρχου Λυμπέρη να αναγκάζεται χωρίς ευθύνη του να πηγαινοέρχεται απ’ το ΕΘΚΕΠΙΧ στο Μαξίμου με ένα χαρτοφύλακα με τα πολεμικά σχέδια στο χέρι ήταν με μία λέξη τραγικές. Οπως και το γεγονός ότι ο τότε αρχηγός της ΕΥΠ ναύαρχος Βασιλικόπουλος παρέμεινε επί ώρες στον προθάλαμο του Μαξίμου χωρίς τελικά να γίνει δεκτός. Τέτοιες εικόνες δεν πρέπει να ξαναδούμε. Αν τις δούμε, η ελληνική άτακτη υποχώρηση θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, όπως και τα αποτελέσματά της. Από τη στιγμή που θα βρεθούμε μπροστά σε κρίση ο Πρωθυπουργός πρέπει πλέον αμέσως να εγκατασταθεί στο ΕΘΚΕΠΙΧ. Αυτός θα είναι άλλωστε και ο ένας και μοναδικός τρόπος να τη σταματήσει πριν αυτή εξελιχθεί. Αλλά και να απαντήσει εάν εξελιχθεί.







