Κορωνοϊός με Μπόρις Τζόνσον ή με Κυριάκο Μητσοτάκη; Τις τελευταίες εβδομάδες, όλο και περισσότεροι επιλέγουν το πρώτο: χιλιάδες Ελληνες της Βρετανίας, φοιτητές και εργαζόμενοι, επέστρεψαν στην πατρίδα μας, είτε επειδή δεν εμπιστεύονται τον τρόπο με τον οποίον η βρετανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πανδημία, είτε επειδή έχασαν τη δουλειά τους και δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Αλλοι θέλησαν, απλώς, να βρίσκονται κοντά στην οικογένειά τους τις ώρες της κρίσης. Οσοι πρόλαβαν, έφυγαν έως την περασμένη Δευτέρα. Μετά την απαγόρευση των πτήσεων από τη Βρετανία, 3.304 Ελληνες επικοινώνησαν με την πρεσβεία στο Λονδίνο ζητώντας να συμπεριληφθούν σε ειδικές πτήσεις επαναπατρισμού. Το κύμα φυγής αφορά, κατά κύριο λόγο, νεομετανάστες, δηλαδή ανθρώπους που ήρθαν στη Γηραιά Αλβιώνα την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.

Ωστόσο, οι περισσότεροι Ελληνες του Ηνωμένου Βασιλείου – περίπου 120.000 – προτίμησαν να παραμείνουν και να αντιμετωπίσουν εκεί τον «αόρατο φονιά», όπως χαρακτήρισε ο Τζόνσον τον κορωνοϊό. «Αποφάσισα να μη γυρίσω στην Ελλάδα, διότι πλέον έχω φτιάξει εδώ τη ζωή μου. Οσο έχουμε τις δουλειές μας, μπορούμε να ζούμε ποιοτικά στο Λονδίνο. Θα περάσει κι αυτό», λέει στα «ΝΕΑ» η 55χρονη Φωτεινή Νταλαγιώργου, υπεύθυνη καθαριότητας και τροφοδοσίας σε ξενοδοχείο στο Πάντινγκτον. «Τα ξενοδοχεία έκλεισαν. Ακυρώθηκαν όλες οι κρατήσεις, δεν υπάρχει τουρίστας ούτε για δείγμα. Το εισόδημά μου μειώθηκε, όπως και όλων των εργαζομένων στον τουρισμό. Ευτυχώς, ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου μάς στήριξε από την πρώτη στιγμή και δεν έβαλε λουκέτο. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πελάτες και ο ίδιος «μπαίνει μέσα», εξακολουθεί να μας απασχολεί σε βάρδιες, εκ περιτροπής, προκειμένου να μη χάσουμε τη δουλειά μας», σημειώνει η κ. Νταλαγιώργου, η οποία μετανάστευσε στη Βρετανία πριν από οκτώ χρόνια. «Θέλω να ελπίζω ότι σε δύο μήνες θα έχει εξομαλυνθεί η κατάσταση. Εάν κρατήσει περισσότερο, πολύς κόσμος θα χάσει τη δουλειά του. Και το Λονδίνο είναι πανάκριβο, δεν μπορείς να επιβιώσεις χωρίς λεφτά».

Οι περισσότεροι Λονδρέζοι τηρούν την οδηγία «Μένουμε σπίτι». Ωστόσο, παρά το «λόκνταουν» που επέβαλε – μάλλον με καθυστέρηση – η βρετανική κυβέρνηση, χιλιάδες εργαζόμενοι που δεν ανήκουν στις «κρίσιμες επαγγελματικές ομάδες» (γιατροί, σώματα ασφαλείας κ.λπ.) συνεχίζουν να συνωστίζονται στα βαγόνια του μετρό για να πάνε στις δουλειές τους, επειδή, όπως υποστηρίζουν, τους ζητήθηκε από τους εργοδότες τους. «Η καθημερινότητα στο Λονδίνο έχει αλλάξει αισθητά. Η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων δουλεύει από το σπίτι και πολλοί σταθμοί του μετρό έχουν κλείσει. Τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα έλεγε κανείς πως είναι λιγότερο αυστηρά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η βασική διαφορά του Λονδίνου είναι πως εδώ ο πληθυσμός που μετακινείται είναι πολύ νεότερος, άρα ο κίνδυνος για τις ευπαθείς ομάδες είναι μειωμένος», τονίζει ο 30χρονος μουσειολόγος Στράτος Χατζηνικολάου. Η θωράκιση της Ελλάδας μνημονεύθηκε ακόμη και στη Βουλή των Κοινοτήτων, με τον σκιώδη υπουργό Υγείας Τζον Ασγουερθ να επικαλείται ως παράδειγμα προς μίμηση την απαγόρευση κυκλοφορίας στη χώρα μας. «Παρόλο που ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα πήρε μέτρα πολύ νωρίτερα και, ομολογουμένως, η κατάσταση εκεί δείχνει να είναι πολύ καλύτερη, δεν θα επέλεγα να επιστρέψω. Ο αριθμός όσων έχουν προσβληθεί από τον ιό στο Λονδίνο είναι πολύ υψηλός και η επιστροφή στην Ελλάδα μπορεί να επιβαρύνει την κατάσταση», σημειώνει ο κ. Χατζηνικολάου.

Οι φρενήρεις ρυθμοί της λονδρέζικης καθημερινότητας είχαν γίνει για πολλούς δεύτερη φύση. Και οι συνήθειες αλλάζουν δύσκολα… «Οταν έχεις μάθει να τρέχεις στο Λονδίνο κάθε μέρα, η αδρανής πραγματικότητα σου φαίνεται  περίεργη. Αυτή η κατάσταση είναι μία πρόκληση μεγαλύτερη από κάθε άλλη. Καλό είναι, μέσα από αυτή, να εξελιχθούμε ατομικά και κοινωνικά, με περισσότερη αγάπη», αναφέρει η 28χρονη ιστορικός τέχνης Αρτεμις Βολυράκη. «Κάνω πολλές σκέψεις: πώς θα επιβιώσεις βιολογικά, οικονομικά, μα κυρίως ψυχολογικά μέσα σε όλο αυτό. Το μυαλό δημιουργεί μακροπρόθεσμα σενάρια: αν αξίζει, τελικά, να μείνουμε στο Λονδίνο ή μήπως ήρθε η ώρα να επαναπατριστούμε. Αισθάνομαι τυχερή που έχω δικούς μου ανθρώπους εδώ. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον, γινόμαστε ένα».

Ενα από τα ελπιδοφόρα στοιχεία της νέας, αδυσώπητης, πραγματικότητας, είναι ότι ανέπτυξε το αίσθημα της αλληλεγγύης σε πολλούς ανθρώπους. Χιλιάδες Λονδρέζοι συμμετέχουν σε εθελοντικές ομάδες, αναλαμβάνοντας τα ψώνια και την ψυχολογική υποστήριξη ανθρώπων που έχουν ανάγκη. «Οι πολίτες αυτοοργανώθηκαν σε τοπικά δίκτυα αλληλοβοήθειας με ομάδες στο WhatsApp ανά δρόμο, οι οποίες βοηθούν ηλικιωμένους και όσους απομονώνονται», εξηγεί η 50χρονη δημοσιογράφος και συγγραφέας Μαρία Αθήνη. «Το Λονδίνο κατέβασε ρολά, η ζωή μας έχει μπει σε μια απροσδιόριστης διάρκειας αναμονή. Οι αλλαγές είναι ριζικές και δύσκολα θα αναστραφούν στη μετά Covid-19 εποχή. Επανεκτιμήθηκε το έργο γιατρών και επιστημόνων. Η εργασία από το σπίτι αποδείχθηκε εφικτή για τα δύο τρίτα των εργαζομένων. Η μείωση των μετακινήσεων έκανε καλό στο περιβάλλον. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων αποθεώνονται, αφού κατάφεραν να μεταφέρουν σε ελάχιστο χρόνο όλο το εκπαιδευτικό σύστημα online – ακόμη και οι εξετάσεις αντικαθίστανται με αξιολόγηση. Οι αξίες επαναδιατυπώνονται. Οταν η πόλη ξανανοίξει, θα ζούμε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο» προσθέτει η κ. Αθήνη, η οποία εργάζεται στο Γραφείο Επικοινωνίας του Δήμου Λάμπεθ στο Νότιο Λονδίνο και είναι μητέρα ενός 12χρονου αγοριού.