Δημιουργικό σοκ: αυτό έπαθε ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός, όπως είπε στη Διονυσία Μαρίνου και στα «ΝΕΑ», όταν ξεφυλλίζοντας καινούργιες εκδόσεις με νουβέλες του Στέφαν Τσβάιχ έπεσε πάνω στη «Λεπορέλα». Αυτή η φιλάργυρη γεροντοκόρη υπηρέτρια που ζει τον ανεκπλήρωτο έρωτα για το αφεντικό της διηγείται με άριες τις περιπέτειές της στην ομώνυμη όπερα που παρουσιάζεται από σήμερα στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής.
Ενα ανάλογο σοκ πρέπει να έπαθαν αυτή την εβδομάδα και όσοι Γάλλοι έπεσαν πάνω στο βιβλίο «Το ελεύθερο πνεύμα δεν ηττήθηκε», που συγκεντρώνει ανέκδοτα κείμενα του μεγάλου βιεννέζου συγγραφέα από το 1911 (όταν ήταν είκοσι ετών) μέχρι την παραμονή του θανάτου του (στις 22/2/1942). Γιατί εδώ αποκαλύπτεται ένας Τσβάιχ πολύ πιο στρατευμένος απ’ ό,τι νομίζαμε. Ενας διανοούμενος που όχι μόνο καταγγέλλει τον αντισημιτισμό, αλλά υποστηρίζει έναν φιλελεύθερο ατομισμό που αγγίζει τον αναρχισμό και επιτίθεται στη θανατική ποινή φτάνοντας να προτείνει τη θέσπιση του δικαιώματος στην αυτοκτονία για τους καταδικασμένους σε ισόβια.
«Το 1927 δεν μπορεί πλέον να υπάρχει “κύριος” δήμιος: πρέπει να τον αποκαλύψουμε και να καταλάβουμε ότι αποτελεί την πιο άθλια και πιο ταπεινωτική μορφή δολοφόνου. Ολοι σχεδόν οι εγκληματίες, στο τρομακτικό (συχνά προγονικό) βάθος της πράξης τους, φέρουν ένα αρχαϊκό αίτιο που την εξηγεί, αν δεν τη συγχωρεί. Κάθε φόνος, ακόμη κι αυτός που διαπράττει ένας διαρρήκτης, απορρέει από μια απελπισία, μια παρόρμηση, έναν περιορισμό. Κανείς δολοφόνος όμως δεν είναι τόσο άθλιος, ηθικά, όσο ο επαγγελματίας δήμιος». (Από άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 28/2/1927 στην Berliner Tageblatt).
Τους μήνες που ακολουθούν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τσβάιχ αναπτύσσει έναν αυστριακό πατριωτισμό, που συνοδεύεται από έναν θαυμασμό για τους Αγγλους και μια καχυποψία για τους Γάλλους. Οσο περνούν τα χρόνια όμως, γίνεται όλο και πιο φιλοευρωπαίος. Και διακηρύσσει, με προφητικό τρόπο, την ανάγκη μιας φιλοευρωπαϊκής προπαγάνδας για να καταπολεμηθούν οι εθνικισμοί.
«Η ευρωπαϊκή ιδέα δεν είναι ένα πρωταρχικό συναίσθημα όπως το πατριωτικό συναίσθημα, το να ανήκεις σε έναν λαό. Δεν υπάρχει εξ αρχής, ως αποτέλεσμα ενός ενστίκτου, απορρέει από μια συνειδητοποίηση. Αντί να προκύπτει από ένα αυθόρμητο πάθος, αποτελεί ένα φρούτο που σχηματίζεται αργά γύρω από μια βαθιά σκέψη. Ο άνθρωπος του δρόμου θα καταλαβαίνει πάντα καλύτερα τον ιερό εγωισμό του εθνικισμού από τον ιερό αλτρουισμό του ευρωπαϊκού συναισθήματος, γιατί είναι πάντα πιο εύκολο να αναγνωρίζεις αυτό που βγαίνει από σένα παρά να κατανοείς με σεβασμό και γενναιοδωρία αυτό που βγαίνει από τον γείτονα». (Απόσπασμα δακτυλογραφημένου χειρογράφου από το 1933).
Τα πολιτικά αυτά κείμενα επιβεβαιώνουν όμως και την υπέροχη γλώσσα του Τσβάιχ, γράφει το περιοδικό L’Obs. Μια γλώσσα τρυφερή, που γίνεται ειρωνική όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στους βουλευτές της δημοκρατίας της Βαϊμάρης οι οποίοι σταματούν τις εργασίες τους εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης γιατί έχουν ανάγκη από διακοπές. Μια γλώσσα μαχητική, που γίνεται μελαγχολική όταν ο συγγραφέας αναπολεί την εποχή που όλοι πίστευαν ότι η πρόοδος θα εξαφάνιζε τους πολέμους. Μια γλώσσα ευαίσθητη, που συχνά αγγίζει την απελπισία. Ο Τσβάιχ ντρέπεται που είναι ελεύθερος.
«Ωρες-ώρες, ξεχνάω. Κάθομαι με φίλους, κουβεντιάζω, γελάω. Ξαφνικά, σαν να πετάγομαι από τον ύπνο, ακούω, πέρα από τη φιλική συζήτηση, τη φρικτή φωνή αυτής της σιωπής και το γέλιο παγώνει στα χείλη μου, σταματώ και δεν λέω πια λέξη. Το να μιλάω ενώ όλα αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων ψυχορραγούν φιμωμένοι με κάνει να ντρέπομαι. Πέρα από μια αδιαπέραστη απόσταση, αρχίζω να τους διακρίνω. Σκέφτομαι την Πράγα, ένα εργαστήριο στην άκρη της πόλης, τον χημικό που μου εξηγούσε τις έρευνές του. Το εργαστήριο είναι άδειο, τα μπουκαλάκια, τα τζάμια, οι δοκιμαστικοί σωλήνες έχουν γίνει κομμάτια. Ο φίλος μου εξαφανίστηκε. Σκέφτομαι έναν ποιητή, στη Βιέννη. Ξέρω ότι βρίσκεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Βλέπω το πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, θυμάμαι το βουητό των χαρούμενων φωνών που άκουγα στους διαδρόμους. Οι φωνές πνίγηκαν. Οι διάδρομοι είναι έρημοι και βουβοί. Προσπαθώ να ξαναβρώ την εικόνα των προσώπων, των συμπεριφορών και των χειρονομιών αυτών των φίλων που είναι κλεισμένοι στο τεράστιο μπουντρούμι, κάτω από τη γερμανική κατοχή, αλλά ξέρω ότι αυταπατώμαι. Ξέρω ότι δεν έχουν πια το παλιό τους πρόσωπο, αλλά γκρίζες και εξαντλημένες μάσκες. Ξέρω ότι έχουν χάσει τις ελεύθερες κινήσεις που έχουν οι ελεύθεροι άνθρωποι και ότι κρύβονται στα σπίτια τους. Με τα παραμικρά βήματα στη σκάλα, αναρωτιούνται αν ήρθε η Γκεστάπο να τους συλλάβει. Καθισμένοι στο οικογενειακό τραπέζι, δεν τολμούν να πουν λέξη: ίσως η υπηρέτρια τούς κατασκοπεύει. Σιωπή λοιπόν, σιωπή, σιωπή». (Μέρος ομιλίας που μεταδόθηκε από το Radio-Paris στις 4/5/1940).







