Η έκδοση του εντάλματος σύλληψής τους ήταν σοκ για τους ίδιους, τις οικογένειές τους και τους συνεργάτες τους, ενώ δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις από τον νομικό κόσμο.

Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας που συνεδρίασε το περασμένο Σάββατο στις Σέρρες, σε ανακοίνωσή της επισημαίνει πως «το δικηγορικό Σώμα δεν επιζητεί καμία ευμενή μεταχείριση των δικηγόρων κατά την εφαρμογή του νομικού πλαισίου του εντάλματος σύλληψης. Εκείνο όμως που αναμένουμε από την Ελληνική Δικαιοσύνη είναι η, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον νόμο, ίση μεταχείριση όλων, και όχι η διακριτική αντιμετώπιση, εν σχέσει με την ιδιότητα του εκάστοτε διωκομένου, που οδηγεί σε στοχοποίηση, η οποία αποφλοιώνει εν τοις πράγμασι το τεκμήριο αθωότητας».

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ. Η Ολομέλεια των προέδρων τοποθετούμενη στο θέμα που έχει ανακύψει μετά την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης των δύο δικηγόρων, που συνδέεται με την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, αναφέρει: «Η εφαρμογή μέτρων ποινικού δικονομικού καταναγκασμού, ιδίως η έκδοση και εκτέλεση εντάλματος σύλληψης, που επιφέρει την πλέον επαχθή συνέπεια της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο σύμφωνο με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση η εκτέλεση του εντάλματος πρέπει να γίνεται με πλήρη σεβασμό της προσωπικότητας του διωκομένου, χωρίς επικοινωνιακού τύπου χειρισμούς. Η έκδοση και εκτέλεση εντάλματος σύλληψης, χωρίς να είναι τούτο δικονομικώς και πρακτικώς αναγκαίο, παραβιάζει το πνεύμα της ποινικής δικονομικής τάξης και της συνταγματικής δικαιοταξίας. Η συστηματική δε, παραβίαση των παραπάνω κανόνων ναρκοθετεί την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης».