Η καταλυτική επίδραση της Συμφωνίας των Πρεσπών στο πολιτικό σκηνικό, έφερε στο προσκήνιο τα πρόσωπα εκείνα που συνέδεσαν το όνομά τους με τις εξελίξεις στο Σκοπιανό. Πρώην πρωθυπουργοί και πρώην υπουργοί Εξωτερικών που διαχειρίστηκαν το ευαίσθητο εθνικό θέμα στη διάρκεια των 27 ετών που διαρκεί η εκκρεμότητα αυτή, κλήθηκαν να πάρουν θέση. Με τη γραπτή δήλωση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, επιχειρήθηκε να επανέλθει στις πραγματικές της διαστάσεις η συζήτηση για τις αποφάσεις του Βουκουρεστίου (2008) και το βέτο της Ελλάδας στην ένταξη της γειτονικής χώρας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Ο Καραμανλής επικαλέστηκε την τότε υπουργό Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη για την οποία είπε ότι «έχει περιγράψει με ακρίβεια την πολιτική τής τότε κυβέρνησης, που οδήγησε στην απόφαση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι». Η απόφαση εκείνη «προσέφερε ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στη χώρα μας», που «δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε όπως έπρεπε», σύμφωνα με τον Καραμανλή, ο οποίος πήρε σαφείς αποστάσεις από τους χειρισμούς Τσίπρα – Κοτζιά.

«ΒΙΑΣΥΝΗ». Ο Καραμανλής υιοθέτησε την κριτική της ΝΔ για τη Συμφωνία των Πρεσπών ως «ισχυρή και πλήρως τεκμηριωμένη», ενώ απέδωσε στην κυβέρνηση «αδικαιολόγητη βιασύνη» στη διαπραγμάτευση. Στη ΝΔ χαρακτήριζαν σαφή τη δήλωση Καραμανλή, καθώς όχι μόνο δεν άφησε ακάλυπτη την ηγεσία του κόμματος, αλλά πήρε και τις απαραίτητες αποστάσεις από την επιλογή της κυβέρνησης να μη διαμορφώσει «συνθήκες στοιχειώδους εθνικής συνεννόησης» και χωρίς «να σεβαστεί την ευαισθησία και να αφουγκραστεί τις εύλογες ανησυχίες της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών». «Δεν είναι επιτρεπτό εθνικά θέματα τέτοιας σημασίας να οδηγούν σε οξύτητα που ευνοεί διχαστικό κλίμα» ήταν το μήνυμα του πρώην πρωθυπουργού.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ 1993. Ο Αντώνης Σαμαράς εξαρχής συντάχθηκε με το ηχηρό «όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τις πρώτες προσπάθειες επίλυσης του Σκοπιανού που οδήγησαν σε αναταράξεις και την κατάρρευση της κυβέρνησης εκείνης το 1993, συμμετείχε στα συλλαλητήρια, ενώ στη χθεσινή τοποθέτησή του στη Βουλή συντάχθηκε με τη θέση του 1992, για μη αναγνώριση ονομασίας που θα περιέχει τον όρο Μακεδονία. «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική. Δεν είναι σύνθημα των δήθεν εθνικιστών. Αλλά είναι η ιστορική αλήθεια» δήλωσε ο Σαμαράς κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι «υποχωρεί σε όλα» καθώς η συμφωνία παρέχει «πλήρη αναγνώριση των συμβόλων του αλυτρωτισμού» (γλώσσα και εθνότητα), ενώ πολλές ήταν οι αναφορές του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το δάκρυ του για τη Μακεδονία, αλλά και στον Ανδρέα Παπανδρέου.

«ΕΠΙΔΙΩΞΑΜΕ ΛΥΣΗ». Ο Σαμαράς εισέπραξε το ένθερμο χειροκρότημα των γαλάζιων βουλευτών. Από την αίθουσα έλειπαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία παίρνοντας αργότερα τον λόγο ξεκαθάρισε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης «ήθελε λύση και ναι, ήξερε ότι αν έπεφτε η κυβέρνησή του δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε λύση», φράση που εξελήφθη ως αιχμή για τον Σαμαρά. Η ίδια αποσαφήνισε ότι η κυβέρνηση Καραμανλή ήθελε λύση, ενώ αποκάλυψε ότι η πίεση που ασκούσαν οι Αμερικανοί ήταν κολοσσιαία. «Και ναι, επιδιώξαμε λύση, προσπαθήσαμε και διαπραγματευτήκαμε καλή τη πίστει και βεβαίως συζητήσαμε ονόματα με σύνθετη ονομασία» δήλωσε, όμως σημείωσε ότι «ένα πράγμα δεν κάναμε, να δώσουμε τη γλώσσα και την εθνότητα» όπως κάνει η Συμφωνία των Πρεσπών. Προειδοποίησε μάλιστα ότι η παρούσα συμφωνία πρόσκαιρα θα δώσει μια σταθερότητα, μακροπρόθεσμα όμως θα δράσει αποσταθεροποιητικά. Οσον αφορά τον διαπραγματευτή της Συμφωνίας των Πρεσπών Νίκο Κοτζιά θεωρεί, όπως είπε χθες στη Βουλή, ότι αυτή η συμφωνία «βολεύει την αντιπολίτευση», η οποία ταυτόχρονα μπορεί και να την κριτικάρει, ενώ κατηγόρησε τον Σαμαρά ότι «δεν είπε τίποτα για το τι έκανε ο ίδιος ως πρωθυπουργός».

Ο πρώην ΥΠΕΞ Ευάγγελος Βενιζέλος έχει τοποθετηθεί πολλές φορές υιοθετώντας την ενιαία εθνική γραμμή που είχε διαμορφωθεί «μέσα από μία σταδιακή επεξεργασία των θέσεων της εξωτερικής μας πολιτικής» και η οποία συνίστατο «στην αποδοχή ως θεμιτής λύσης, της σύνθετης ονομασίας, με γεωγραφικό προσδιορισμό, για κάθε χρήση, έναντι πάντων». Ωστόσο, έχει δηλώσει ότι η συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση Τσίπρα χωρίς να έχει διαμορφώσει προηγουμένως την απαραίτητη εθνική συναίνεση, δίνοντας γλώσσα και ιθαγένεια, είναι ετεροβαρής και υποκρύπτει μελλοντικά προβλήματα.