Η ρουμπρίκα μοιάζει γενική, αλλά δεν είναι. Φαίνεται «αφαιρετική», αλλά έχει περιεχόμενο. «Τι περιμένουμε το 2019» από τον πολιτισμό, λοιπόν. Εξαρτάται από ποια πλευρά βλέπει κανείς τον πολιτισμό. Αν τον βλέπει σαν την υπερδομή ενός υπουργείου, ταγμένη να προστατεύει την αρχαία κληρονομιά (αυτό υποδεικνύει η διάρθρωση και στελέχωσή του), τότε δεν μπορούμε να περιμένουμε περισσότερα από τις προηγούμενες χρονιές. Αν πάλι αλλάξει το ισοζύγιο υπέρ των 160 υπαλλήλων του υπουργείου, επιφορτισμένων με την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες για αλλαγή τοπίου.

Αλλά δεν αρκεί να ευημερούν οι αριθμοί. Ως μέρος μιας συνολικής εικόνας, ο πολιτισμός οφείλει να συναντήσει την Ελλάδα της εξωστρέφειας, των «κρυμμένων δυνάμεων» που περιμένουν ένα ερέθισμα για να απελευθερωθούν. Και στο σημείο αυτό δεν χωρούν παρωχημένες τακτικές ή ιδεοληψίες. Αν κοιτάζει κανείς τον πολιτισμό σαν το «κειμήλιο» που δεν εκχωρείται – από τις αντιδράσεις για τους τουρίστες στη Μεσσήνη ώς τα γυρίσματα στο Σούνιο -, το 2019 δεν ανήκει στο μέλλον, αλλά στο παρελθόν.

Η «μητέρα όλων των μαχών», το γνωρίζουμε τώρα πια, είναι η αρμονική συνεργασία μεταξύ καλλιτεχνικών διευθυντών και διοικητικών συμβουλίων. Αρμονική, όμως, επί της ουσίας, και όχι επειδή η πολιτική συγκυρία θέλησε «ομοφρονούντες» να γίνονται «ομοτράπεζοι» χωρίς άλλη σύμπνοια για τα πολιτιστικά. Το μοντέλο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δείχνει έναν δρόμο, αφού πρέπει να μιλήσουμε με παραδείγματα. Αντιθέτως, περισσεύει η τοποθέτηση σε διοικητικές θέσεις στελεχών με συγκεκριμένο πολιτικό πρόσημο. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι ιδεολογικό. Με την πρακτική αυτή ανακόπτεται η δυναμική του εκάστοτε φορέα που έχει ζήσει στο πρόσφατο παρελθόν τη σύγκρουση μεταξύ των στελεχών του ή – σε μια άλλη περίπτωση – τη στασιμότητα λόγω αναρμοδιότητας.

Υστερα από οκτώ χρόνια κρίσης, το σημαντικότερο ζήτημα δεν είναι ίσως το οικονομικό. Αλλά οι πληγές στην πολιτιστική πολιτική και τον καθημερινό πολιτισμό. Εξαρτάται κι εδώ από ποια πλευρά προσεγγίζει κανείς την έννοια. Αν δεν συμπεριλάβει την παιδεία και την αλλαγή παραδείγματος, ώστε η κρατική πολιτική να συμφιλιωθεί με την ιδιωτική πρωτοβουλία, την ερευνητική διάθεση και την «οικονομία του πολιτισμού», το ερώτημα «τι περιμένουμε από το 2019» είναι ήδη κενό πριν διατυπωθεί.