Προχθές Πέμπτη τέσσερις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου ακυρώθηκαν λόγω στάσης εργασίας των εργαζομένων, πλην ηθοποιών. Η στάση εργασίας, το ιερό δικαίωμα της οποίας όχι μόνο δεν αμφισβητώ αλλά και υποστηρίζω, είχε να κάνει με την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης. Μέχρι εδώ όλα καλά. Τα στενάχωρα ξεκινούν όταν οι ενδείξεις υποδηλώνουν ένα είδος καταγγελτικού συνδικαλισμού που, στο τέλος της ημέρας, αφήνει πίσω το συμφέρον των εργαζομένων.
Πρώτα απ’ όλα η στάση εργασίας θα μπορούσε να γίνει σε ώρες που δεν θα επηρέαζαν τις παραστάσεις. Αρα δεν θα στερούσε έσοδα. Επίσης το αίτημα των εργαζομένων έχει να κάνει με την παροχή των διατακτικών (υπάρχει ρεπορτάζ στα προχθεσινά «ΝΕΑ»), ένα προνόμιο δηλαδή της τάξης των 360 ευρώ τον χρόνο που, απλώς, αναβαθμίζει κάποιους δημοσίους υπαλλήλους σε πρώτης διαλογής σε σχέση με κάποιους άλλους. Πέραν τούτου όμως, διαβάζοντας συνέντευξη του προέδρου του ΣΕΕΘ Μάκη Πετσιέρη στο «Εθνος», διαπιστώνω ότι ενώ παραδέχεται πως η συλλογική σύμβαση έχει σκαλώσει στο γραφείο του Γιώργου Χουλιαράκη, εγκαλεί εμμέσως πλην σαφώς τον καλλιτεχνικό διευθυντή Στάθη Λιβαθινό διότι, όπως λέει, δεν είχε πρόθεση να την εφαρμόσει αλλά υπέκυψε στις πιέσεις του. Παριστάνοντας εν προκειμένω την αθώα, δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει η καταγγελία της πρόθεσης του διευθυντή όταν η υπογραφή του φιγουράρει φαρδιά πλατιά κάτω από τα αιτήματα του συνδικαλιστικού οργάνου. Η υπενθύμιση δε που ακολουθεί αμέσως μετά – ότι οι πρώτες αντιδράσεις ως προς το πρόσωπο του Στάθη Λιβαθινού διατυπώθηκαν τον Ιανουάριο του 2016, τότε που είχε αποφασίσει τη διακοπή της παράστασης με κείμενα του Σάββα Ξηρού – προκαλεί συνειρμούς που παραπέμπουν σε άλλου είδους σκοπιμότητες. Ας μείνουν όμως συνειρμοί…
Εντύπωση ωστόσο μου προκαλεί ότι για τις χαμηλές εισπράξεις του Εθνικού καταγγέλλεται η επικοινωνιακή πολιτική του. Ως προς αυτό όμως εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε προσωπική εμπειρία. Τη Σάσα Παπαχριστοπούλου, σύμβουλο επικοινωνίας, και τη στενή της συνεργάτρια Βιργινία Μπακούση, υπεύθυνη γραφείου Τύπου, τις γνωρίζουμε πολύ καλά. Εδώ και είκοσι χρόνια, έβγαλαν το Εθνικό από την κρατική και στερεοτυπική του εσωστρέφεια και το έφεραν στην «κεντρική σκηνή» της δημοσιότητας υιοθετώντας σύγχρονους τρόπους διαφήμισης που το έβαλαν μέσα στη ζωή και την καθημερινότητα της πόλης. Και μέχρι τώρα οι δύο κυρίες κάνουν τη δουλειά τους με τη σπουδή που επιδεικνύεται στο ελεύθερο θέατρο και, συγχρόνως, με το κύρος, την αισθητική και τη σοβαρότητα που αρμόζει στην πρώτη κρατική σκηνή της χώρας.
Η «κυρά του Πόρου» στην Αθήνα
«Η Τατιάνα Σπινάρη – Πολάλη είναι κριτικός τέχνης και γκαλερίστρια. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια έκανε την γκαλερί Citronne στον Πόρο που μέχρι τώρα έχει φιλοξενήσει, σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, έργα σημαντικών καλλιτεχνών και έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον φιλότεχνων και ειδικών και μπλα, μπλα, μπλα…». Αυτή θα ήταν μια δημοσιογραφική παρουσίαση της Τατιάνας Σπινάρη και της δουλειάς της. Εχω την εντύπωση ωστόσο ότι αυτή η πάντα χαμογελαστή και «παρούσα» γυναίκα περιγράφεται καλύτερα με πιο… λογοτεχνίζουσες αναφορές. Ισως γιατί είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με το τοπίο και την αύρα του Πόρου, του νησιού που ενέπνευσε τον Σεφέρη, τον Σαχτούρη, τον Κοσμά Πολίτη (το περιέγραψε μοναδικά μέσα στο «Λεμονόδασος») και πολλούς άλλους ποιητές, πεζογράφους και ζωγράφους όπως ο Παρθένης που έχει εικονογραφήσει τον μητροπολιτικό ναό του.
Ο όχι και τόσο συχνός στην εποχή μας αστικός της πολιτισμός, η βαθιά της γνώση για την τέχνη, ο τρόπος που έχει να επικοινωνεί τις απόψεις της χωρίς ποτέ να γίνεται διδακτική και, κυρίως, η ικανότητά της – ταλέντο ζωής θα το έλεγα – να συγχρωτίζει τους ανθρώπους, να δημιουργεί «πυρήνες» συναναστροφών, την κάνουν μια «οικοδέσποινα τέχνης» από αυτές που συναντάμε σε μυθιστορήματα. Ετσι, με αιτία και αφορμή την γκαλερί Citronne, κατάφερε να προσδώσει στον υποβαθμισμένο τις τελευταίες δεκαετίες Πόρο κάτι από την παλιά του αίγλη. Να ενεργοποιήσει την ανάμνηση μιας πνευματικής και κοινωνικής φινέτσας, χωρίς κοσμικές «κραυγές», που ξαναέβαλαν το νησί στον χάρτη των σύγχρονων καλοκαιρινών διαδρομών. Μόνο που η Τατιάνα Σπινάρη έλειπε από τους αθηναϊκούς χειμώνες. Οχι όμως πλέον. Από φέτος η Citronne αποκτά χειμερινή κατοικία. Στην Πατριάρχου Ιωακείμ 19, στο Κολωνάκι, που εγκαινιάζεται την ερχόμενη Πέμπτη 29 Νοεμβρίου με το έργο – εγκατάσταση του Γιώργου Λάππα «Εγκιβωτισμός – Mappemonde», ένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά έργα της ελληνικής μεταπολεμικής γλυπτικής.
Θέα μετ’ εμποδίων

στην Ακρόπολη

Οι τουριστικοί οδηγοί το έχουν ανακηρύξει σε ένα από τα πιο ωραία, τα πιο σημαντικά και τα πιο δημοφιλή διεθνώς τοπία. Μιλάω για τη θέα στην Ακρόπολη. Και ίσως δεν συνειδητοποιούμε πόσο τυχεροί είμαστε που, ζώντας σε αυτήν την πόλη, κάθε τόσο, σε κάποια στροφή των διαδρομών μας, αντικρίζουμε αυτό το υπερθέαμα. Δυστυχώς όμως, από κάποια λάθος εκτίμηση θέλω να πιστεύω, στο καφέ που βρίσκεται στην ταράτσα του Μουσείου Ακρόπολης το στέγαστρο που έχει τοποθετηθεί παρεμβάλλεται σε μία από τις ωραιότερες θέες στον κόσμο. Κρίμα.
Μάνος Καρατζογιάννης, ηθοποιός, σκηνοθέτης
Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα
Μου αρέσει να περπατάω. Στους δρόμους της… Μαυρομματαίων, Πατησίων, Εξάρχεια, Μεταξουργείο. Σαν τον μπαμπά μου. Περπατάω στους δρόμους της και κορδώνομαι. Και θυμώνω μαζί μου που ασυναίσθητα του μοιάζω αλλά το κάνω για να τον θυμάμαι. Κτητικός και το παλτό να ανεμίζει! Εδώ ο ναρκισσισμός και η κτητικότητα επιτρέπονται… Η Αθήνα μας αντέχει όλους στη ράχη της…
Δεν μου αρέσει να περπατάω. Στους δρόμους της… Δεν πάει ούτε μήνας. Στουρνάρη και Πατησίων γωνία. Νύχτα. Κοντοστάθηκα λίγο να διαβάσω κάτι αφίσες για τη δολοφονία του Ζακ. Ετσι για να «ανεμίσει» λίγο το μυαλό μου. Με κύκλωσαν πέντε… Καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Τα μάτια φαίνονταν μόνο, γεμάτα μίσος. Ενας μου έκανε «σσς!» κι εγώ έπεφτα και σηκωνόμουνα μέχρι να ξεφύγω με ματωμένα τα γόνατα σαν παιδί που έπεσε απ’ το ποδήλατο. Ακόμα δεν έχω καταλάβει το γιατί. Ισως επειδή μου άρεσαν οι ξέγνοιαστες βόλτες στην πόλη…