Στους ταξιδιωτικούς οδηγούς αναφέρεται ως η αθηναϊκή οδός που, όταν τη διασχίζεις, είναι σαν να κάνεις μία βόλτα στην αρχαία ιστορία της πόλης. Μιλάω για τον πεζόδρομο της Αποστόλου Παύλου στο Θησείο, εκεί όπου, ανάμεσα στα εναπομείναντα νεοκλασικά, αντικρίζεις την Αρχαία Αγορά, τον Αρειο Πάγο, την Πνύκα, το ιερό του Πανός, τη φυλακή του Σωκράτη. Εκεί όπου τα αρχαιολογικά μνημεία γίνονται «ζωντανά» στοιχεία του σύγχρονου αστικού τοπίου. Αυτός ακριβώς ο συγκερασμός μακρινού παρελθόντος και παρόντος κάνει άλλωστε την Αθήνα μοναδική.

Πριν από δέκα χρόνια, επί δημαρχίας Νικήτα Κακλαμάνη, κατά μήκος της Αποστόλου Παύλου εγκαταστάθηκαν οι «παγκίτες». Δεν πρόκειται για μικροπωλητές αλλά για χειροτέχνες, αφού πωλούν αντικείμενα που κατασκευάζουν οι ίδιοι. (Εντάξει, θα ήμαστε αφελείς αν πιστεύαμε ότι δεν έχουν παρεισφρήσει και κάποιοι που πωλούν ελληνικά σουβενίρ made in China.) Το πρόβλημα είναι πως μεγαλούργησε και πάλι η ελληνική τσαπατσουλιά. Που πρώτα δημιουργεί κεκτημένα και κατόπιν προσπαθεί να τα κατοχυρώσει νομικά και κανονιστικά. Αρχικά λοιπόν είχαν την ανοχή των σχετικών υπηρεσιών. «Ας κάνουμε τα στραβά μάτια», «Βλέπουμε αργότερα», «Ας πετάξουμε το μπαλάκι στους επόμενους». Και αυτό το μπαλάκι πετιέται, δέκα χρόνια τώρα, από αρμόδιο σε αρμόδιο. Βρήκα δημοσιεύσεις από το 2012 που μιλούν για εκδίωξη των μικροπωλητών από την Αποστόλου Παύλου και πογκρόμ εναντίον τους. Το θέμα όμως δεν είναι άσπρο – μαύρο. Η γραφειοκρατία, που μπορεί να κάνει τα απλά περίπλοκα, εμπλέκει εδώ τόσο τον Δήμο Αθηναίων που έχει την ευθύνη για την παραχώρηση δημοσίου χώρου όσο και την Εφορεία Αρχαιοτήτων, αφού η περιοχή θεωρείται ο αρχαιολογικός πυρήνας της Αθήνας.

Κάποια στιγμή έγινε λόγος για μεταφορά στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αλλά ήταν αρνητική η Εφορεία Αρχαιοτήτων. Επόμενη πρόταση από τον δήμο η οδός Επταχάλκου που απέρριψαν και οι δύο πλευρές. Στη συνέχεια, προτάθηκε η Πλατεία Αγίων Ασωμάτων, η Κορεατική Αγορά και άλλες περιοχές που απερρίφθησαν με το σκεπτικό ότι δεν είναι εμπορικά περάσματα. Και το μπαλάκι ξαναέκανε γκελ στην Αποστόλου Παύλου όπου, εν τω μεταξύ, παρέμεναν οι παγκίτες. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων ήταν αρνητική, η άρνηση κοινοποιήθηκε στο Συντονιστικό Κέντρο Αντιμετώπισης Παραεμπορίου και έτσι, εδώ και δέκα μέρες περίπου, κινητοποιήθηκε η Αστυνομία για να απομακρύνει αυτήν την υπαίθρια, πολύχρωμη, ζωντανή αγορά.

Είναι από τις περιπτώσεις που, κατά κάποιον τρόπο, όλοι έχουν δίκιο. Και οι «παγκίτες» που η κρίση δεν τους άφησε άλλα περιθώρια να βγάζουν το ψωμί τους και ο δήμος που προσπαθεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και η Εφορεία Αρχαιοτήτων λόγω του μεγάλου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που έχει η περιοχή. Δεν έχουμε όμως την πολυτέλεια να μη βρεθεί μία λύση για μια πόλη που «αναπνέει» από το παρελθόν της και «σιτίζεται» από το παρόν της.

Senios όπως λέμε σένιος

Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη, «σένιος» σημαίνει περιποιημένος, φροντισμένος, καλλωπισμένος ή πολύ ωραίος στην εμφάνιση. Λέξη της πιάτσας, μαγκίτικη, που την ακούμε συχνά και στις παλιές ελληνικές ταινίες. Τι γίνεται όμως όταν γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες; Οταν γίνεται Senios; Ας πούμε, μια εκσυγχρονισμένη, φροντισμένη, περιποιημένη πρόταση ωραίων, παραδοσιακών, «λαϊκών» αναφορών. Ετσι, το ολοκαίνουργιο Senios είναι η σύγχρονη εκδοχή του καφενέ, στην οδό Καλαμιώτου στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης. Δεν θα το ανέφερα αν ήταν απλώς ένα ακόμη μαγαζί σε αυτήν την περιοχή που έφτασε στο peak της πριν από έξι, περίπου, χρόνια, έκανε μια βουτιά και προσφάτως ζει μια νέα περίοδο ακμής. Είναι όμως το νέο εγχείρημα των Βασίλη Κυρίτση, Λευτέρη Γεωργακόπουλου, Θάνου Τσουνάκα, Γιώργου Καίσαρη και Νίκου Μπάκουλη. Δηλαδή της ομάδας του Clumsies στην Πλατεία Καρύκη που, συνεχίζοντας την παράδοση των τελευταίων χρόνων, βρέθηκε και φέτος στην έβδομη θέση με τα καλύτερα μπαρ του κόσμου. Στο Senios λοιπόν σχεδόν τα πάντα έχουν ένα ισορροπημένο άρωμα Ελλάδας. Αυτοί που δοκίμασαν το Bloody Mary λένε ότι έχει μια νότα από τα γεμιστά της μαμάς, το Negroni γίνεται με βισάντο και δίκταμο και η μαστίχα Skinos κοκτέιλ που, γευστικά, θυμίζει μπουγάτσα. Τα πιάτα του παραδοσιακά ελληνικά, όχι ακριβώς «πειραγμένα», αλλά με τις μικρές αλλαγές που γίνονταν ανέκαθεν από τις νοικοκυρές ώστε να κάνουν «δική» τους μια συνταγή.

Συνέβη και στη Θεσσαλονίκη

Η προμετωπίδα αυτής της σελίδας μπορεί να αναφέρεται στην Αθήνα αλλά στην υποσημείωση υπάρχει και το «αλλού» ως διαβατήριο. Αφήστε που σήμερα, λόγω Αγίου Δημητρίου, είναι η ημέρα της Θεσσαλονίκης. Και ένα βιβλίο με τον τίτλο «Μπουγάτσα εάλω» δεν θα μπορούσε παρά να αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Πενήντα εφτά στιγμιότυπα της πόλης, πενήντα εφτά καταιγιστικά «τοπία» της με βασικούς «ήρωες» στα περισσότερα από αυτά τα αγάλματά της σε μια ιδιότυπη αποδρομή. Ο Γιάννης Βαλτής (φωτογράφος, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός διαφήμισης) με αχαλίνωτο οίστρο και εικονοκλαστική διάθεση ανατινάσσει στερεότυπα, από το Μακεδονικό μέχρι τα περί ερωτικής πόλης, και δημιουργεί ένα φευγάτο σπονδυλωτό αφήγημα επιστημονικής φαντασίας με ελληνικά και πατριωτικά υλικά. Στις σύντομες ιστορίες του τρυπώνουν από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο μέχρι τον Τάκη Κανελλόπουλο και από παραδοσιακές ζυμαρόπιτες μέχρι την πάστα αμυγδάλου του Ντορέ. Και διαβάζεται σε τρεις, άντε τέσσερις, διαδρομές του μετρό (της Αθήνας). Στο οπισθόφυλλο υπάρχει και σταυρόλεξο με θεσσαλονικιώτικες αναφορές. Από τις εκδόσεις Ποταμός.

Θοδωρής Αθερίδης, ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας

Τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Δεν ξέρω αν αυτό που δεν μ’ αρέσει πρέπει να το χρεώσω στην Αθήνα, μάλλον σ’ εμένα πρέπει να το χρεώσω. Είναι η εξοικείωση. Ούτε όταν άρχισα να τη μαθαίνω, το 1987 που νοίκιασα το πρώτο μου σπίτι στην Πλάκα, δεν ένιωθα τόσο άνετα. Οταν περνάω ανάμεσα από ανθρώπους που γευματίζουν από κάδους σκουπιδιών ή όταν αποδέχομαι ως αυτονόητη τη σύσταση από αστυνομικό, που με γνώρισε στη βραδινή βόλτα του σκύλου μου, «μην πας πιο πάνω από την ισπανική πρεσβεία, είναι επικίνδυνα» και, το χειρότερο όλων, όταν εμπιστεύομαι μόνο τον χρόνο ως γιατρό ακόμη και στην πολιτική – «άσε τον χρόνο να τους διαλύσει, μην αντιδράς» -, τότε τι να μου φταίει η Αθήνα…