Οταν προ ετών επισκεφθήκαμε μια πολύ ηλικιωμένη συγγενή στο εξίσου ηλικιωμένο σπίτι της και η κόρη μου – παιδάκι τότε του νηπιαγωγείου – πήγε στην τουαλέτα, η απορία που εξέφρασε με έφερε σε ιδιαίτερη αμηχανία. «Μπαμπά τι είναι αυτό;», μου έκανε, δείχνοντάς μου τον μπιντέ. Κόμπιασα για κάμποσα δευτερόλεπτα πριν σκαρφιστώ μια φαεινή – νόμισα – απάντηση. «Το γεμίζουν νερό», της εξήγησα, «ρίχνουν χάρτινες βαρκούλες και παίζουν ναυμαχία…». Δεν φάνηκε να ικανοποιείται. Με κοίταξε ακόμα πιο καχύποπτα. «Γιατί; Πλαστικά παπάκια δεν μπορούν να ρίξουν;» με ρώτησε στο τέλος.

Ο μπιντές – που ο αδικοχαμένος στα σαράντα ένα του, σπουδαίος συγγραφέας Μάριος Χάκκας τον ανήγαγε σε έμβλημα του μικροαστικού ονείρου -, ο μπιντές δεν έλειπε από κανένα ελληνικό διαμέρισμα σε πολυκατοικία της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Τον τοποθετούσαν οι εργολάβοι απέναντι από τη λεκάνη της τουαλέτας, πλάι στην εμαγιέ μπανιέρα και στον μικρό νιπτήρα με τον καθρέφτη-ντουλαπάκι, όπου οι άντρες των σπιτιών ξυρίζονταν φτιάχνοντας αφρό σε μια λεκάνη με ζεστό νερό, αλείφοντάς τον στα μούτρα τους με πινέλο. Ενα τρανζίστορ, ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθύρου που έβλεπε στον φωταγωγό, έπαιζε ειδήσεις και ελαφρολαϊκά. Ετσι ξεκινούσε η μέρα.

Τον μπιντέ κανείς – από όσο θυμάμαι – δεν τον χρησιμοποιούσε. Αντε κάποιες νοικοκυρές να τον μετέτρεπαν σε σκάφη και να μούλιαζαν μέσα του τα εσώρουχα. Λίγοι δε ήξεραν την προέλευσή του, από τους γαλλικούς οίκους ανοχής, όπου τα «κορίτσια» έπρεπε να κάνουν τοπικές πλύσεις προτού υποδεχθούν τον κάθε πελάτη. Στην Ελλάδα του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» όπου μεγάλωσα, ο μπιντές αποτελούσε μια προκλητική παραφωνία στην επιβεβλημένη σεμνοτυφία.

Από τα 80s, η κοινωνία μας απελευθερώθηκε – υποτίθεται – σεξουαλικά. Πρώτα οι «αισθησιακές» ταινίες τύπου Εμμανουέλα κι έπειτα τα άρθρα στα «λάιφ-στάιλ» περιοδικά άρχισαν να περιγράφουν συνευρέσεις σε υγρό περιβάλλον υπό το φως κεριών. Η αγορά ακολούθησε ή υποδαύλισε τη χαλάρωση των ηθών. Στα ράφια των φαρμακείων μα και των σουπερμάρκετ εμφανίστηκαν φιαλίδια με αιθέρια έλαια. Γέμιζες την μπανιέρα με νερό της ΕΥΔΑΠ (εφόσον βρισκόσουν στην Αθήνα), άδειαζες εξήντα εννέα σταγόνες από το – αφροδισιακό υποτίθεται – παρασκεύασμα κι έπειτα προσπαθούσες να ξαπλώσεις μέσα της. Εάν ξεπερνούσες σε ανάστημα το ένα κι εβδομήντα, το αποτέλεσμα ήταν κωμικό. Δεν χώραγες σε ύπτια στάση, κατέληγες να περιμένεις την ερωμένη ή τον εραστή σου με τα πόδια διπλωμένα και το κεφάλι σου σφηνωμένο στα ρουμπινέτα. Μάλλον τον Αγνωστο Στρατιώτη θύμιζες παρά εικονογράφηση του Κάμα Σούτρα…

Η απατηλή οικονομική εκτίναξη, τα παχυλότατα στεγαστικά δάνεια που εξασφαλίζονταν με μια σχεδόν επίσκεψη στην τράπεζα, έδωσαν τη λύση. Τα νεόδμητα σπίτια διέθεταν τζακούζι, ακόμα ενίοτε και εξωτερική – ή και εσωτερική – πισίνα.

Με το τζακούζι συμβαίνει ό,τι με τις ντιζάιν τουαλέτες στα πολυτελή εστιατόρια. Ο χειρισμός του είναι τόσο περίπλοκος που σε βγάζει νοκάουτ. Παλεύεις με κουμπιά και με στροφάλους, ενεργοποιείς άθελά σου το φωτοκύτταρο που εκτοξεύει νερό, πατάς κατά λάθος τον μοχλό που ανεβάζει την πίεση, το μπάνιο ξαφνικά γεμίζει ατμούς, νιώθεις παγιδευμένος σε έναν γρίφο, γυμνός και απροστάτευτος. Νιώθεις βλάκας. Νοσταλγείς το λάστιχο με το οποίο πλενόσουν στα κάμπινγκ τα καλοκαίρια της εφηβείας σου. Κι ας φώλιαζαν στο στόμιό του λεφούσια οι μέλισσες…

Απ’ τη φροϊδική μας φάση, τη νευρωτική αναζήτηση του σεξ σε κάθε μας δραστηριότητα, περάσαμε ως κοινωνία – αγκομαχώντας πάντα πίσω από την «προχωρημένη» Δύση – στην πολιτική ορθότητα. Σε έναν μεταμοντέρνο δηλαδή πουριτανισμό.

Λέξεις και πράξεις εκλαμβάνονται εκ προοιμίου ως προσβλητικές. Η οποιαδήποτε τολμηρή χειρονομία βαφτίζεται απόπειρα εξουσιαστικής επιβολής. Το φλερτ τείνει να ποινικοποιηθεί εφόσον τα δύο μέρη δεν είναι απολύτως ισοδύναμα, κοινωνικά και οικονομικά, και δεν συμφωνούν ρητά (εγγράφως προσεχώς) σε κάθε φάση του. Σε έναν πολιτικά ορθό κόσμο, όχι μονάχα η «Λολίτα» – το αριστούργημα του Ναμπόκοφ – αλλά και τα άπαντα του Ανδρέα Εμπειρίκου και τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη και η «Κυρία με τας Καμελίας» και το «Ονειρο στο Κύμα» ακόμα του Παπαδιαμάντη θα θεωρούνται βλάσφημα. Εξοβελιστέα. Η επιθυμία θα αυτολογοκρίνεται. Τα δικαιώματα ενός εκάστου θα περιφρουρούνται απολύτως. Αντίτιμο θα είναι η μοναξιά.

Σε έναν τέτοιο κόσμο, αποστειρωμένο, που φροντίζει το σώμα με γυμναστικές και δίαιτες, μισεί ωστόσο το κορμί και τα ένστικτά του, το μπάνιο δεν θα αποτελεί παρά ένα οικιακό εργαστήριο απορρύπανσης. Ιδανικό για έναν τέτοιο κόσμο το στεγνό καθάρισμα.