Τριακόσιες ημέρες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, η συζήτηση για το πού βρίσκεται ο κόσμος και κυρίως η παγκόσμια θέση της Αμερικής βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον πρόεδρο και τους υποστηρικτές του, η απάντηση είναι ξεκάθαρη: ποτέ καλύτερα. Τουλάχιστον όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Συμμαχίες υπό πίεση
Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς του Τραμπ είναι ότι εξανάγκασε την Ευρώπη και άλλους συμμάχους να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο του αμυντικού βάρους: να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα, να στηρίξουν περισσότερο την Ουκρανία και να αγοράσουν περισσότερα αμερικανικά όπλα. Έτσι, σύμφωνα με το αφήγημά του, «ενίσχυσε» τη συλλογική δύναμη της Δύσης.
Φέτος οι ΗΠΑ αύξησαν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά περίπου 13%, αγγίζοντας το 1 τρισ. δολάρια. Παράλληλα, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ παραδοσιακά χαμηλοί στις δαπάνες δεσμεύτηκαν να φτάσουν το 5% του ΑΕΠ τους, ποσοστό υψηλότερο από αυτό των ΗΠΑ.
Λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο, ο Γενικός Γραμματέας της Συμμαχίας, Μαρκ Ρούτε, έγραψε στον Τραμπ ότι θα «πετύχει κάτι που κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν κατάφερε εδώ και δεκαετίες».
Αυτό που ο Ρούτε δεν είπε είναι το προφανές: κανένας άλλος πρόεδρος δεν απείλησε ποτέ να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ ή να εγκαταλείψει το Άρθρο 5 τον πυρήνα της συλλογικής άμυνας. Η αύξηση των δαπανών των συμμάχων, με επικεφαλής τη Γερμανία, οφείλεται κυρίως στην ανησυχία ότι η Αμερική πλέον δεν αποτελεί αξιόπιστο εταίρο. Ο άλλος λόγος είναι ο φόβος για τη Ρωσία έναν φόβο που ο Τραμπ δεν φαίνεται να συμμερίζεται.
Η στάση του στην Ουκρανία το αποδεικνύει. Διέκοψε όλη τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, οδηγώντας το Κίεβο να αποδεχθεί συμφωνία κατανομής φυσικών πόρων ως αντάλλαγμα για βοήθεια που προηγουμένως λάμβανε δωρεάν. Στη συνέχεια προσπάθησε να πιέσει τον πρόεδρο της Ουκρανίας να δεχθεί μια συμφωνία που θα ισοδυναμούσε με παράδοση απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Όπλα προσφέρθηκαν μόνο εφόσον τα πλήρωνε η Ευρώπη.
Αυτή δεν είναι συμπεριφορά συμμάχου που μοιράζεται κοινές αντιλήψεις για την ασφάλεια. Είναι η λογική του εκβιασμού.
Η «ειρηνευτική» εικόνα και η πραγματικότητα
Ο Τραμπ αυτοπαρουσιάζεται ως ειρηνοποιός, δηλώνοντας ότι «τερμάτισε 8 πολέμους σε 8 μήνες». Πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις επέδειξε δεξιοτεχνία στην άσκηση επιρροής για την επίτευξη άμεσων στόχων.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα βρίσκεται στη Μέση Ανατολή. Ένας έμπειρος διπλωμάτης σημείωσε ότι εκεί «κανείς δεν μπορεί να του πει όχι». Το αποτέλεσμα ήταν μια κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, η επιστροφή όλων των ζωντανών ομήρων στο Ισραήλ και το τέλος του πιο μακρόχρονου και καταστροφικού πολέμου του Ισραήλ.
Ωστόσο, αυτή δεν είναι η «διαρκής ειρήνη» που διακηρύσσει ο Τραμπ. Το χάσμα Ισραηλινών–Παλαιστινίων είναι βαθύτερο από ποτέ, και η πιθανότητα αναζωπύρωσης της βίας παραμένει υψηλή.
Το ίδιο ισχύει και για άλλες συγκρούσεις που ισχυρίζεται ότι έλυσε: Η Ινδία και το Πακιστάν βρίσκονται ένα βήμα από νέες διασυνοριακές εντάσεις. Η συμφωνία Καμπότζης–Ταϊλάνδης κατέρρευσε μέσα σε 30 ημέρες. Η Ρουάντα και το Κονγκό δεν εφαρμόζουν τους όρους της συμφωνίας που υπέγραψαν στην Ουάσιγκτον. Η παύση των πυροβολισμών δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ειρήνη.
Το εμπόριο: ανατροπές χωρίς στρατηγική
Στο πεδίο του εμπορίου, ο Τραμπ έχει όντως ανατρέψει το παγκόσμιο σύστημα. Το ερώτημα είναι: προς ποια κατεύθυνση;
Ο δασμολογικός πόλεμος με την Κίνα κατέληξε σε μια εύθραυστη εκεχειρία, παρόμοια με την κατάσταση που επικρατούσε πριν εκλεγεί.
Παράλληλα, πολλές κρίσιμες συμφωνίες μεταξύ τους και μια με την ΕΕ δεν έχουν ολοκληρωθεί, επειδή ο Τραμπ ενδιαφέρεται περισσότερο για το να «διακηρύσσει νίκες» παρά να διαπραγματεύεται ουσιαστικά.
Είναι αβέβαιο αν Ευρώπη, Ιαπωνία και Κορέα θα πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις που εκείνος διαφημίζει. Και μόλις την περασμένη εβδομάδα, αναγκάστηκε να άρει δασμούς σε εκατοντάδες τρόφιμα και άλλα είδη, υπό την πίεση εσωτερικής πολιτικής δυσαρέσκειας λόγω της αύξησης των τιμών.
Μια παγκόσμια τάξη υπό διάλυση
Συνολικά, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, έχει αποδειχθεί πιο επιδέξιος στο να γκρεμίζει παρά στο να χτίζει. Η παγκόσμια τάξη που στήριξαν επί δεκαετίες προκάτοχοί του μια τάξη που προσέφερε ιστορικά υψηλά επίπεδα ασφάλειας, ευημερίας και ελευθερίας στους Αμερικανούς υπονομεύεται χωρίς να υπάρχει σαφές σχέδιο αντικατάστασής της.
Τέλος, το παλιό σύστημα είχε προβλήματα, χωρίς αμφιβολία. Χρειαζόταν μεταρρυθμίσεις. Αλλά το να το εγκαταλείπει κανείς χωρίς να έχει σχεδιάσει το επόμενο βήμα δεν είναι μεταρρύθμιση. Είναι μία ριψοκίνδυνη τρέλα και το κόστος της θα το πληρώσουν τελικά οι Αμερικανοί καθώς και ο υπόλοιπος κόσμος.
Με πληροφορίες από Politico







