Μπορεί ο ιός της γρίπης των πτηνών να μεταδοθεί σε βρέφη μέσω του μητρικού γάλακτος; Νέα προκαταρκτική μελέτη υποδεικνύει πως αυτό είναι πιθανό, αν και δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι ανθρώπινοι μαστικοί αδένες περιέχουν συγκεκριμένα μόρια σακχάρων — γνωστά ως σιαλικά οξέα — στα οποία προσκολλάται ο ιός H5N1 για να εισέλθει στα κύτταρα. Αυτή η ανακάλυψη αυξάνει τις ανησυχίες για το ενδεχόμενο μετάδοσης του ιού σε βρέφη μέσω του θηλασμού.

Η ανησυχία ξεκίνησε όταν το 2024 ο ιός H5N1 εντοπίστηκε σε αγελάδες γαλακτοπαραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκεκριμένα στους μαστικούς τους αδένες, και στη συνέχεια στο γάλα τους. Η δρ Κάρι Μπάινγκτον, ειδική στις παιδιατρικές λοιμώξεις στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Σαν Ντιέγκο, διερωτήθηκε εάν ο ανθρώπινος μαστικός ιστός θα μπορούσε επίσης να φιλοξενεί τον ιό.

Σε συνεργασία με παθολόγους, μελέτησε ιστούς που είχαν αφαιρεθεί από τέσσερις γυναίκες οι οποίες είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο στήθος. Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι ανθρώπινοι μαστικοί αδένες περιέχουν τόσο τους υποδοχείς για τη γρίπη των ανθρώπων και των χοίρων όσο και αυτούς που χρησιμοποιούν οι ιοί της γρίπης των πτηνών, όπως ο H5N1.

Η παρουσία αυτών των υποδοχέων σημαίνει ότι, θεωρητικά, ο ιός θα μπορούσε να μολύνει τον ανθρώπινο μαστικό ιστό και ενδεχομένως να περάσει στο μητρικό γάλα. Ωστόσο, η μελέτη δεν έχει ακόμη εξετάσει άμεσα την παρουσία του ιού στο γάλα ή τη δυνατότητα μετάδοσής του μέσω του θηλασμού.

Από τον Σεπτέμβριο του 2024, 79 άτομα στις ΗΠΑ έχουν διαγνωστεί με γρίπη H5, κυρίως αγροτικοί εργάτες με ήπια συμπτώματα. Ένας άνθρωπος έχει χάσει τη ζωή του. Μέχρι στιγμής, ο ιός δεν έχει αποκτήσει την ικανότητα να μεταδίδεται εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο. «Είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που πρέπει να διερευνηθεί προτού δούμε ευρύτερη εξάπλωση ή ακόμη και μια πανδημία», τονίζει η Μπάινγκτον.

Η ερευνητική ομάδα συνεχίζει τη μελέτη της, εστιάζοντας στο αν ο ιός μπορεί να επιβιώσει στο μητρικό γάλα, πώς φτάνει στους μαστικούς αδένες, αλλά και στον ρόλο που ενδέχεται να παίξουν τα αντιιικά φάρμακα και τα εμβόλια στη μείωση του κινδύνου.