Αν η τελευταία ταινία του Στράτου Τζίτζη, «Εχω κάτι να πω», παρέμενε στο επίπεδο της «κινηματογραφικής αυτοψυχανάλυσης», ενδεχομένως να είχε πρόβλημα γιατί θα αφορούσε μόνο τον ίδιο. Ομως με τον Αντίνοο Αλμπάνη στον ρόλο του αποτυχημένου σκηνοθέτη που παλεύει να εκδώσει ένα βιβλίο φιλοσοφίας – η ιστορία δηλαδή του ιδίου του Τζίτζη – ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια αυτοσαρκαστική κωμωδία που μπορεί να επικοινωνήσει με όλους, αφού μιλάει για έναν σκεπτόμενο άνθρωπο που, παρ’ όλες τις αναποδιές και τα ευτράπελα που αντιμετωπίζει, επιμένει να στοχάζεται σε μια κοινωνία που ο στοχασμός θεωρείται πλέον άγνωστη λέξη. Η προσπάθειά του να μοιραστεί τις σκέψεις του μέσα από ένα βιβλίο κρύβει πολλές αστείες εκπλήξεις, μέσω των οποίων ο Τζίτζης παντρεύει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα με πολύ πρωτότυπο αλλά και ανήσυχα δημιουργικό τρόπο.

Οταν αποφασίσατε να κάνετε το «Εχω κάτι να πω», τι ακριβώς είχατε στο μυαλό σας να πείτε – αν είχατε;

Το «Εχω κάτι να πω» το εμπνεύστηκα από την ανάγκη μου να πω κάποια σημαντικά – κατ’ εμέ – πράγματα, που έχουν να κάνουν με τις αξίες και τις αρχές μας γενικά. Η γενικότητα ανήκει στον χώρο της φιλοσοφίας. Οπότε βρέθηκα σε φιλοσοφικά «χωράφια». Ολοι περνάμε από αυτά όταν αναλογιζόμαστε βαθύτερα νοήματα. Εγώ ασχολήθηκα λίγο πιο συστηματικά μέχρι που στο τέλος έγραψα ένα πόνημα. Οταν το τελείωσα, συνειδητοποίησα ότι κανείς εκδότης δεν θα ενδιαφερόταν να το εκδώσει, καθώς προερχόταν από έναν του σινεμά και όχι κάποιον της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Ελα όμως που εγώ ήθελα οπωσδήποτε να επικοινωνήσω τις ιδέες μου. Αυτό έδωσε το έναυσμα της ταινίας. Μέσα από αυτή θέλησα να εκφράσω τη γενικότερη ανάγκη να στοχαστούμε, να πούμε κάτι για τον κόσμο μας, παρόλο που αυτό μπορεί να μην αποτελεί εμπορεύσιμο προϊόν.

Πιστεύετε ότι το είπατε;

Η ταινία λέει για κάποιον που έχει κάτι να πει και κάνει τα πάντα (κυριολεκτικά) να το πει στους άλλους, μόνο που οι άλλοι δεν ενδιαφέρονται, εκτός ελαχίστων. Πιστεύω ότι μέσα από αυτή την ιστορία – που τυχαίνει να είναι και προσωπική μου – αποδίδω καίρια τη σχέση των «μεγάλων ιδεών» μας με την πραγματικότητα, που ήταν εξαρχής το θέμα μου. Δεν είναι, βέβαια, κανένα πρωτότυπο θέμα. Η σύγκρουση θεωρίας και πράξης είναι παλιά ιστορία. Απλά, εγώ την επικαιροποίησα, την έθεσα επί προσωπικού και την απέδωσα στην κωμική της πλευρά, με συνειδητό αυτοσαρκασμό.

Εχει νόημα να κάνεις μια ταινία ή οποιοδήποτε έργο, οποιασδήποτε τέχνης, αν δεν έχεις κάτι να πεις;

Κατ’ εμέ, δεν έχει νόημα να κάνεις οτιδήποτε στην τέχνη αν αυτό δεν προέρχεται από την ανάγκη να εκφράσεις κάτι σημαντικό μέσα από αυτό, με τον τρόπο σου βέβαια, αφού κάθε τέχνη έχει τον δικό της τρόπο. Για την κινηματογραφική τέχνη, που την ξέρω καλύτερα, μπορώ να πω ότι οι περισσότερες ταινίες που κυκλοφορούν είναι χωρίς νόημα. Δεν βρίσκω καμία βαθιά σκέψη πίσω από τα σενάριά τους (όσο συναρπαστικά και να είναι), πίσω από τη σκηνοθεσία τους (όσο ευφάνταστη και να είναι), πίσω από την εκτέλεσή τους (όσο άψογη και να είναι). Δεν καταλαβαίνω τους δημιουργούς που αναλώνονται σε τέτοια κατασκευάσματα. Υποθέτω ότι το κάνουν για τα λεφτά, την αναγνώριση και τα σχετικά, τα οποία θεμιτά μεν, αλλά ως έναν βαθμό. Βέβαια, όταν τέτοιες κενότητες βραβεύονται, τι να κάνουν κι αυτοί, τις αναπαράγουν.

Δύο στοιχεία που διακρίνει κανείς στην ταινία είναι η απελπισία και το χιούμορ. Θα λέγατε ότι το χιούμορ μπορεί να απαλύνει το βάρος της απελπισίας;

Το χιούμορ είναι σωτήριο γιατί σε βγάζει από τη σοβαρότητα της κατάστασης και σε αποστασιοποιεί από το δράμα σου. Μάλιστα, όσο πιο απελπισμένος είσαι, τόσο πιο αναγκαίο είναι το χιούμορ για να μη σε πάρει τελείως από κάτω. Αν μπορείς να κάνεις πλάκα με τον εαυτό σου στα μαύρα του τα χάλια, τότε μπορεί και να τη γλιτώσεις.

Εχετε υπάρξει ποτέ απελπισμένος και, αν ναι, αντιμετωπίσατε με χιούμορ την κατάσταση;

Εχω απελπιστεί πολλές φορές από τις ματαιώσεις των «ονείρων» μου, οι οποίες είναι συνήθεις για όποιον κυνηγάει τα όνειρά του και δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Ας καθόμουν στ’ αβγά μου, λέω τότε στον εαυτό μου. Ελα όμως που είμαι «αλανιάρα κότα», σκέφτομαι αμέσως μετά και γελάω κακαρίζοντας.

Η ελευθερία με την οποία η ταινία δείχνει να είναι γυρισμένη, μπλέκοντας τη μυθοπλασία με τη μη μυθοπλασία, ήταν πραγματική ή επίπλαστη, κατασκευασμένη;

Τα πάντα στην ταινία ήταν προσχεδιασμένα, ακόμη και η «ελευθερία» με την οποία περνάμε από το μπρος από την κάμερα στο πίσω από την κάμερα. Ολα ήταν γραμμένα στο σενάριο από πριν. Επειδή ακριβώς ήταν όλα σαφώς ορισμένα και ξέραμε πολύ καλά τι θέλουμε να βγάλουμε, χαλαρώσαμε, αφεθήκαμε στο παιχνίδι και το χαρήκαμε, εξού και βγαίνει αυτό το αίσθημα της αυθορμησίας.

Αλήθεια, γιατί θελήσατε να κάνετε αυτή τη μείξη ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο making of αυτής της ίδιας μυθοπλασίας;

Εχει να κάνει με την αποστασιοποίηση, που ανέφερα πιο πάνω, μιλώντας για το χιούμορ. Μόνο που εδώ δεν έγινε για να βγάλει μόνο πλάκα, αλλά και για να επιτρέψει το αποστασιοποιημένο σχόλιο πάνω στο τι θέλουμε να πούμε με αυτή την ταινία. Μέσα στην ίδια την ταινία συζητάμε τι θέλουμε να πούμε με αυτή και γιατί γυρίζουμε αυτές τις σκηνές. Κατά κάποιο τρόπο, το «Εχω κάτι να πω» είναι μια μεταταινία που σχολιάζει ανοιχτά τον λόγο που υπάρχει. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλο αυτό άρεσε πολύ στο κοινό που την είδε στις αβάν πρεμιέρες, οπότε ο πειραματισμός μας πέτυχε.

Στην ταινία, όπου εμφανίζεστε στον ρόλο του σκηνοθέτη, λέτε κάποια στιγμή ότι αυτή η ταινία δεν πρέπει να είναι αυτοαναφορική. Τελικά είναι ή δεν είναι;

Υπάρχει μια σκηνή όπου μιλάω με τον Αντίνοο και του λέω τα εξής: «Η ταινία δεν πρέπει να βγει αυτοαναφορική, γιατί το θέμα δεν είμαι εγώ, αλλά οι ιδέες. Η δική μου ιστορία είναι ένα μέσον για να μιλήσουμε για τις ιδέες. Εσύ που παίζεις εμένα, είσαι το μέσον του μέσου, δηλαδή καθαρό μέσον. Αυτό δεν είπες ότι πρέπει να είναι ένας ηθοποιός;». Κι αυτός συμφωνεί: «Ναι, αυτό πρέπει». Νομίζω ότι η ταινία είναι τελικά αυτό που πρέπει.

Αναλογιστείτε τα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στο «Σώσε με» και το «Εχω κάτι να πω» και πείτε μου τι έχει αλλάξει μέσα σας από τότε.

Το πιο σημαντικό που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο ταινίες είναι η γέννηση των παιδιών μου, με τα οποία έγινα πατέρας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Εκτοτε, είμαι πρώτα πατέρας, μετά στοχαστής, κατόπιν κινηματογραφιστής και όλα τα άλλα. Οταν γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, άλλαξα δραστικά. Ξαφνικά ένιωσα ότι υπάρχει ένα άλλο άτομο σε αυτόν τον κόσμο πάνω από εμένα, για το οποίο είμαι έτοιμος να δώσω τη ζωή μου, όπως ένιωσα και για τη δεύτερη κόρη μου το ίδιο. Αυτή η υπέρβαση επηρέασε ποικιλοτρόπως το μέσα μου, αμβλύνοντας τις εγωιστικές μου πτυχές, ελπίζω.

Αν κάποτε το να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα ήταν δύσκολο, σήμερα τι είναι;

Για μένα ήταν πάντα δύσκολο. Δεν επωφελήθηκα από τις εποχές με τις «παχιές αγελάδες», γιατί δεν υπήρξα ποτέ ομόσταβλος. Βέβαια, όταν οι εποχές ήταν σχετικά καλές για τις κινηματογραφικές παραγωγές, έπεφτε κανένα κοκαλάκι και σε εμάς τους αποσυνάγωγους. Τώρα, βρισκόμαστε πάλι σε μια κακή εποχή, γιατί αυτό που πάει να γίνει με το ΕΚΚΟΜΕΔ συνεπάγεται εγκατάλειψη των μικρών κινηματογραφικών παραγωγών υπέρ των μεγαλοπαραγωγών και των καναλαρχών. Ομως, πέρα από την παραγωγή των ταινιών, υπάρχει πρόβλημα και με τη διανομή τους. Εκεί γίνεται κυριολεκτικά το σώσε. Ελπίζω η ταινία μου αυτή να σωθεί γιατί έχει πραγματικά κάτι να πει.