Οι οικονομολόγοι κρούουν τον τελευταίο καιρό τον κώδωνα του κινδύνου ότι η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας κλυδωνίζεται στα όρια της κρίσης. Το πρόβλημα, υποστηρίζουν, είναι ότι η ανάπτυξη της Κίνας καθοδηγείται από εξαιρετικά υψηλά επίπεδα επενδύσεων κεφαλαίου και ότι η ιδιωτική κατανάλωση καταστέλλεται. Είναι όντως μια κρίση, όπως προβλέπουν πολλοί;

Είναι αλήθεια ότι το μοτίβο ανάπτυξης της Κίνας θα μπορούσε, για δεκαετίες, να χαρακτηριστεί ως προσανατολισμένο στις επενδύσεις. Ομως σήμερα η εγχώρια κατανάλωση έχει αντικαταστήσει τις επενδύσεις ως τον κύριο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης. Η κατανάλωση συνέβαλε 82,5% στην αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας πέρυσι, ενώ οι επενδύσεις συνέβαλαν κατά 28,9% και οι καθαρές εξαγωγές λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη (-11,4%).

Σίγουρα, η τελική καταναλωτική δαπάνη της Κίνας είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών, ας πούμε – 56% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 81,5% του ΑΕΠ το 2019. Αλλά η δομή της κατανάλωσης στις δύο χώρες είναι πολύ διαφορετική: οι υπηρεσίες αποτελούν λιγότερο από το 50% της τελικής κατανάλωσης στην Κίνα σε σύγκριση με τα δύο τρίτα στις ΗΠΑ.

Επιπλέον, οι τιμές των υπηρεσιών είναι πολύ χαμηλότερες στην Κίνα από ό,τι στις ΗΠΑ. Στη συνέχεια, υπάρχει η ιδιοκτησία σπιτιού. Τις τελευταίες δεκαετίες τα κινεζικά νοικοκυριά έχουν ξοδέψει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός τους για αγορές κατοικιών. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό ιδιοκτησίας σπιτιού της Κίνας σήμερα είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο.

Αυτό μας φέρνει στο ποσοστό αποταμίευσης. Οι επικριτές έχουν δίκιο ότι παραμένει υψηλό, αλλά τείνουν να υπερεκτιμούν κατά πόσο. Φαίνεται ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Κίνας ανήλθε σε περίπου 60% του ΑΕΠ το 2019. Η Κίνα είναι πιθανώς σε πολύ καλύτερη θέση από ό,τι ισχυρίζονται οι απαισιόδοξοι. Η κατανάλωση είναι, τελικά, συνάρτηση του εισοδήματος, των προσδοκιών εισοδήματος και του πλούτου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το πρώτο βήμα προς την τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης είναι η εκκίνηση της ανάπτυξης, η οποία απαιτεί ένα νέο κύμα επενδύσεων σε υποδομές που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση.

Εάν η Κίνα θέλει να έχει ελπίδα να επιτύχει τον στόχο της για αύξηση του ΑΕΠ κατά 5% φέτος, είναι απαραίτητη μια πιο επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Αυτό σημαίνει έκδοση ακόμη περισσότερων ομολόγων, ενθαρρύνοντας παράλληλα την κεντρική τράπεζα να αγοράσει ακόμη περισσότερα κρατικά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά και να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια.

Ο Γιου Γιονγκντίνγκ είναι πρώην πρόεδρος του China Society of World Economics και διευθυντής του Institute of World Economics and Politics στην Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών. Εχει διατελέσει μέλος της επιτροπής χάραξης πολιτικής της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας (2004-2006)