H κατακραυγή που προκλήθηκε από το αίτημα του προέδρου του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου να συμπεριλάβει τον Μπενιαμίν Νετανιάχου στους πέντε ανθρώπους για τους οποίους ζήτησε να εκδοθούν εντάλματα σύλληψης είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη. Ενας εκλεγμένος πρωθυπουργός μπαίνει στην ίδια μοίρα με ηγετικά στελέχη μιας οργάνωσης που καταπιέζει, τρομοκρατεί, βιάζει, δολοφονεί. Η νόμιμη απάντηση μιας κυβέρνησης σε μια εισβολή που συνοδεύτηκε από τη σύλληψη ομήρων μετριέται στην ίδια ζυγαριά με μια απεχθή και πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση εναντίον αμάχων.

Ομως οι δικαστές δεν είναι πολιτικοί. Ούτε η αποστολή τους είναι να σκέπτονται πολιτικά. Η έκθεση των νομικών διεθνούς κύρους που τους ζητήθηκε να συνδράμουν τον Καρίμ Χαν δεν αποτελεί πολιτική ανάλυση, αλλά μια νομική άποψη που στηρίζεται σε στοιχεία, ενδείξεις και μαρτυρίες. «Ο κοινός μας στόχος είναι η λογοδοσία», αναφέρουν σε κείμενό τους που δημοσιεύτηκε στους Financial Times. «Φτάσαμε στα συμπεράσματά μας ομόφωνα και πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να τα δημοσιοποιήσουμε με δεδομένη την έκταση της πολιτικοποίησης της συζήτησης, την έντονη παραπληροφόρηση και τη στέρηση των διεθνών μέσων ενημέρωσης από πρόσβαση στις γραμμές του μετώπου».

Οι νομικοί, μεταξύ των οποίων η Αμάλ Κλούνεϊ είναι η πιο γνωστή αλλά όχι και η πιο εξέχουσα, ξεκαθαρίζουν ότι οι κατηγορίες κατά των «5» δεν έχουν καμιά σχέση με τα αίτια της σύγκρουσης. Δεν μπαίνουν δηλαδή στη συζήτηση για το αν οι Παλαιστίνιοι είναι ένας καταπιεσμένος λαός, αν πρέπει να υπάρξουν δύο κράτη, αν κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό. Συγκεκριμένες πράξεις βίας κλήθηκαν να ερευνήσουν. Και είναι σαφείς: «Καμιά σύγκρουση δεν πρέπει να εξαιρείται από την εμβέλεια του νόμου. Καμιά παιδική ζωή δεν αξίζει λιγότερο από κάποια άλλη. Ο νόμος που εφαρμόζουμε είναι ο νόμος της ανθρωπότητας, όχι ο νόμος μιας πλευράς. Και πρέπει να προστατεύει όλα τα θύματα αυτής της σύγκρουσης και όλους τους αμάχους στις επόμενες συγκρούσεις».

Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν φρικτή. Δεκάδες ισραηλινοί όμηροι πιθανόν να εξακολουθούν να κακοποιούνται από τους άνδρες της Χαμάς. Οποιος νομικός όμως έμενε σ’ αυτό, και αγνοούσε τους 35.647 Παλαιστίνιους που έχουν σκοτωθεί και τους 79.852 που έχουν τραυματιστεί τους τελευταίoυς επτάμισι μήνες από ισραηλινούς στρατιώτες, θα κατηγορούνταν ευλόγως για κραυγαλέα μεροληψία. Και πάλι: αν ο απολογισμός αυτός συνιστούσε «παράπλευρες απώλειες» μιας στοχευμένης επίθεσης με στρατηγικούς στόχους, θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί. Εδώ όμως όλοι γνωρίζουν, και πρώτοι οι Ισραηλινοί που δεν έχουν τυφλωθεί από την προπαγάνδα, ότι ο Νετανιάχου διεξάγει έναν αδιέξοδο πόλεμο με γνώμονα την πολιτική του επιβίωση.

Η έκδοση ενός εντάλματος σύλληψης εναντίον του θα του επιτρέψει να υποδυθεί τον ρόλο του μάρτυρα. Αυτό, όμως, ουδόλως θα αποδυναμώσει το επιχείρημα ότι κανένα παιδί, ισραηλινάκι ή παλαιστινιάκι, δεν είναι πιο «αναλώσιμο» από ένα άλλο.