Μέσα στο γκρίζο σκηνικό της εσωτερικής και εξωτερικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, η οικονομία βρήκε ένα μικρό παράθυρο νέας αισιοδοξίας. Τόσο η απόφαση της Standard & Poor’s την Παρασκευή τα μεσάνυχτα να θέσει την οικονομία σε προοπτική νέας αναβάθμισης, όσο και το μεγαλύτερο του στόχου πρωτογενές αποτέλεσμα το 2023 που ενέκρινε η Κομισιόν δημιούργησαν σχεδόν από το πουθενά, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, ένα θετικό κλίμα στην οικονομία. Τα δύο γεγονότα οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση μετά από καιρό στο χρηματιστήριο και σε νέα πτώση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Αν θέλουμε ωστόσο να είμαστε σωστοί, αχρείαστα ήταν τα υπερπλεονάσματα της περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αχρείαστα είναι και τα υπερπλεονάσματα επί Νέας Δημοκρατίας. Δεν ξέρω ποια ήταν τα μοντέλα του οικονομικού επιτελείου, αλλά η αστοχία είναι μεγάλη. Εναντι στόχου πλεονάσματος 0,7% του ΑΕΠ, το τελικό αποτέλεσμα προσέγγισε το 1,9%. Υπερδιπλάσιο δηλαδή. Ενδιάμεσα, στον προϋπολογισμό του 2024, πριν δηλαδή από μόλις τέσσερις μήνες, είχαν αναθεωρήσει τον στόχο στο 1,15%. Και πάλι πολύ μακριά από το τελικό αποτέλεσμα.

Στο οικονομικό επιτελείο πανηγύρισαν καθώς θεωρούν ότι το επιπλέον έσοδο προήλθε από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της αύξησης του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Μακάρι να συνέβη. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι δεν μπορεί να μη συνέβαλαν οι «πληθωριστικοί φόροι». Τα αυξημένα δηλαδή έσοδα, επί των αυξημένων λόγω πληθωρισμού τιμών. Σίγουρα ο πληθωρισμός συνέβαλε στη μείωση κατά 10 ολόκληρες μονάδες του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και για πρώτη φορά μειώθηκε, έστω και οριακά, κατά 100 εκατ. ευρώ, το χρέος σε απόλυτες τιμές.

Σε κάθε περίπτωση, βγήκαν περισσότεροι φόροι από την αγορά και μπήκαν στα κρατικά ταμεία, τα οποία εάν έμεναν στην ιδιωτική οικονομία, το πιθανότερο είναι να δημιουργούσαν προϋποθέσεις μεγαλύτερης ανάπτυξης. Σημειώστε ότι το αποτέλεσμα του 2023 έδειξε επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 2%, έναντι στόχου 2,4%. Αρα δεν μας περίσσεψε ανάπτυξη για να πανηγυρίζουμε για τα μεγαλύτερα έσοδα. Και το ζητούμενο εδώ και καιρό στην οικονομία είναι ή όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανάπτυξη.

Το τελικό αποτέλεσμα έχει πολλά θετικά. Προφανώς εξυπηρετεί την επιδίωξη του οικονομικού επιτελείου προκειμένου να πείσει την Κομισιόν για το ρεαλιστικό των στόχων του νέου τετραετούς διάρκειας μεσοπρόθεσμου προγράμματος, το οποίο θα έχει ως στόχο κατ’ έτος πρωτογενές πλεόνασμα 2,1%. Είναι βέβαιο ότι αφαιρεί την αμφιβολία για την επίτευξη των στόχων του 2024, που για τις περισσότερες χώρες έχει φουντώσει μετά τα αλλεπάλληλα διεθνή επεισόδια. Επιπλέον, αφήνει μια μικρή δυνατότητα να αβγατίσουν λίγο πριν από την κατάθεση του μεσοπρόθεσμου τα θετικά μέτρα του 2025, δηλαδή περισσότερες μειώσεις φόρων ή υψηλότερες δαπάνες. Πλέον υπάρχει και αυτή η δυνατότητα.

Το μεγαλύτερο ωστόσο όφελος, η «προίκα» που έχει αυτή η χώρα και μας πηγαίνει εδώ και χρόνια και ελπίζουμε και τα πολλά επόμενα, είναι ότι βρισκόμαστε σε μια ρώτα δημοσιονομικής ασφάλειας. Ανθεκτικής μάλιστα σε σεισμούς, πλημμύρες, πολέμους, καθίζησης των οικονομιών της περιοχής μας. Το πληρώνουμε λίγο ακριβότερα, αλλά τουλάχιστον είμαστε ασφαλείς.