«Πρώτα οι ΗΠΑ. Μετά η Βραζιλία. Στη συνέχεια πού;». Με αυτόν τον τίτλο, το Bloomberg αφήνει σαφώς να εννοηθεί πως όσα συνέβησαν την 6η Ιανουαρίου 2021 στην Ουάσιγκτον και την 8η Ιανουαρίου 2023 στην Μπραζίλια όχι απλώς συνδέονται μεταξύ τους, αλλά θα έχουν και συνέχεια, σε κάποια άλλη χώρα. Πιθανότατα, όπως τονίζει, της Αμερικής, καθώς εκεί «είναι εξαιρετικά δημοφιλείς οι εξεγέρσεις στον δρόμο ως μέσο υπονόμευσης της δημοκρατικής τάξης και αντιπροσωπεύουν μια ανησυχητική πρόκληση σε όλη την περιοχή, καθώς η υποστήριξη προς τη δημοκρατία βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της εδώ και δεκαετίες».

Στην ίδια ανάλυση τονίζεται δε πως «οι ΗΠΑ φέρουν μια ιδιαίτερη ευθύνη στην επιχείρηση κατάσβεσης της πυρκαγιάς που ξεκίνησε την 6η Ιανουαρίου» με την εισβολή στο Καπιτώλιο. Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως όσα συνέβησαν την περασμένη Κυριακή στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά ένας ακόμη κρίκος σε μια αλυσίδα που φτάνει ως τις εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου – και ακόμη νωρίτερα – και ένα νέο επεισόδιο σε περιβάλλον εκρηκτικό. Η «συνέχεια» αναδεικνύεται δε ξεκάθαρα στις παρακάτω ερωτήσεις και απαντήσεις.

Τι συνέβη στις προεδρικές εκλογές του 2022;

Στον πρώτο γύρο (3 Οκτωβρίου), ο Λούλα επικράτησε με μικρότερη διαφορά από ό,τι αναμενόταν, συγκεντρώνοντας ποσοστό 48,43% έναντι 43,20% του Μπολσονάρο. Στον δεύτερο γύρο (30 Οκτωβρίου), ο Λούλα αναδείχθηκε πρόεδρος με ποσοστό 50,90%, έναντι 49,10% του αντιπάλου του – μια διαφορά που μεταφράζεται σε 2,1 εκατομμύρια ψήφους και είναι η μικρότερη στη σύγχρονη ιστορία της Βραζιλίας. Μάλιστα, τα δεξιά κόμματα διεύρυναν την πλειοψηφία τους στη Βουλή και τη Γερουσία, ενώ υποστηρικτές του Μπολσονάρο επικράτησαν στις μεγαλύτερες πόλεις και πολιτείες. Η διεθνής κοινότητα, πάντως, αναγνώρισε άμεσα το αποτέλεσμα και έδωσε συγχαρητήρια στον νέο πρόεδρο.

Αναγνώρισε το αποτέλεσμα ο Μπολσονάρο;

Σε όλες τις δηλώσεις που έκανε τότε, ο Μπολσονάρο απέφυγε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα, ενώ δεν έδωσε ποτέ συγχαρητήρια στον αντίπαλό του. Παρά το γεγονός ότι το δεξί του χέρι έλαβε εντολή να αρχίσει τη διαδικασία της μετάβασης, ο ίδιος έκλεινε συστηματικά το μάτι στους διαδηλωτές-οπαδούς του, χαρακτηρίζοντας τις αντιδράσεις τους συνέπεια της αίσθησης αδικίας και του τρόπου διεξαγωγής των εκλογών. Στις 22 Νοεμβρίου, κατατέθηκε αίτημα στο Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο για ακύρωση των ψήφων που προέρχονταν από την ηλεκτρονική διαδικασία. Ως επιστέγασμα, δύο ημέρες πριν από την επίσημη ανάληψη καθηκόντων από τον Λούλα, την 1η Ιανουαρίου, αναχώρησε για τη Φλόριντα.

Πώς αντέδρασαν οι οπαδοί του;

Από την πρώτη κιόλας νύχτα, όταν έγινε φανερό ότι ο Λούλα θα ήταν ο επόμενος πρόεδρος της Βραζιλίας, χιλιάδες οπαδοί του Μπολσονάρο έστησαν μπλόκα σε κεντρικές αρτηρίες της χώρας, με τη βοήθεια πολλών οδηγών φορτηγών. Μάλιστα, καλούσαν τις ένοπλες δυνάμεις να αναλάβουν την εξουσία και να μην επιτρέψουν την «παράδοση» της χώρας στα χέρια της Αριστεράς, ποντάροντας στις ιδιαιτέρως στενές σχέσεις του Μπολσονάρο με τον στρατό (από τις τάξεις του οποίου προέρχεται) και τις παλαιότερες αναφορές του σε νοθεία και σενάρια πραξικοπήματος. Ωστόσο, η ηγεσία του στρατεύματος δεν αμφισβήτησε επισήμως το εκλογικό αποτέλεσμα.

Τι έκαναν ο Λούλα και οι υποστηρικτές του;

«Θα κυβερνήσω για λογαριασμό και των 215 εκατομμυρίων Βραζιλιάνων και όχι μόνο εκείνων που με ψήφισαν. Δεν υπάρχουν δύο Βραζιλίες. Δεν συμφέρει κανέναν να ζούμε σε μία χώρα η οποία είναι διχασμένη και βρίσκεται σε διαρκώς εμπόλεμη κατάσταση», είχε πει ο Λούλα στις πρώτες δηλώσεις που έκανε μετά την εκλογική του νίκη – που αποτέλεσε και μια ρεβάνς για τις διώξεις και τη φυλάκισή του. Η συνέχεια, ωστόσο, δεν τον δικαίωσε. Κατά την ορκωμοσία του δε, εκατοντάδες χιλιάδες λαού απαίτησε να μην υπάρξει κανενός είδους ασυλία και αμνηστία για τα εγκλήματα της περιόδου Μπολσονάρο. Μία εβδομάδα αργότερα, αναγκάστηκε και ο ίδιος να πάρει σκληρή θέση.

Πώς και από ποιους οργανώθηκαν τα επεισόδια της 8ης Ιανουαρίου;

Το «ραντεβού» στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας είχε δοθεί αρκετές εβδομάδες νωρίτερα και οι οργανωτές δεν έκρυβαν ουσιαστικά τις προθέσεις τους. Προσωπικότητες και οργανώσεις με αναφορά στην Ακροδεξιά και τον Μπολσονάρο πρωταγωνίστησαν στη μεθοδική προετοιμασία. Τεράστιο ερωτηματικό αποτελεί η στάση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως Facebook, YouTube και Twitter, που αντικειμενικά επέτρεψαν τη διάδοση όχι απλώς των θεωριών συνωμοσίας και νοθείας στις εκλογές, αλλά και του προσκλητηρίου μίσους και των «εκκλήσεων» για πραξικόπημα. Μόλις αυτή την εβδομάδα, οι υπεύθυνοι των δύο πρώτων αποφάσισαν να αποσύρουν το σχετικό περιεχόμενο από τις πλατφόρμες τους.

Ποια ήταν η στάση αστυνομίας και στρατού;

Μετά τις εκλογές, έξω από αρκετές στρατιωτικές βάσεις είχαν στηθεί «ορμητήρια» οπαδών του Μπλοσονάρο, ενώ αρκετοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των ενόπλων δυνάμεων είχαν εκφράσει τη συμπάθεια ή τη στήριξή τους προς τα αιτήματά τους. Την ημέρα δε των επεισοδίων, προκάλεσε έντονα ερωτήματα η στάση της στρατιωτικής αστυνομίας – η οποία είχε αναλάβει την ασφάλεια της Μπραζίλια – καθώς αρκετοί θεωρούν πως ήταν τουλάχιστον ανεκτική απέναντι στον όχλο. Αν και επισήμως η ηγεσία του στρατεύματος δεν ανταποκρίθηκε στις προτροπές για ανατροπή του προέδρου, ουδείς ξεχνά την παράδοση ανάμιξης των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή της χώρας – έστω κι αν το τελευταίο πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε το 1964.

Υπάρχει αναλογία με την εισβολή στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ;

Οι εικόνες όσων συνέβησαν στην Ουάσιγκτον την 6η Ιανουαρίου 2021 και στην Μπραζίλια δύο χρόνια αργότερα έχουν πολλές ομοιότητες και αναλογίες. Η εισβολή του «όχλου των αγανακτισμένων» έγινε στα κτίρια που συμβολίζουν τη δημοκρατία στις δύο χώρες, αφενός το Καπιτώλιο και αφετέρου, το αποκαλούμενο «Τετράγωνο των Τριών Εξουσιών» όπου είναι η έδρα του προέδρου, του Κογκρέσου και του Ανώτατου Δικαστηρίου. Το αίτημά τους αφορούσε στην ακύρωση του εκλογικού αποτελέσματος, με την επίκληση παρατυπιών και νοθείας. Η δε αντίδραση των δυνάμεων ασφαλείας, τις πρώτες ώρες, υπήρξε τουλάχιστον προβληματική. Η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι οι οργανωτές των επεισοδίων στη Βραζιλία είχαν προφανή στόχο την πρόκληση χάους που να δικαιολογεί την επέμβαση του στρατού – κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε απόπειρα πραξικοπήματος.

Ποια η σχέση μπολσοναρισμού και τραμπισμού;

Οπως γράφει το Politico, οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί στη Βραζιλία αποδεικνύουν ότι η σχέση ανάμεσα στον Μπολσονάρο και τον Ντόναλντ Τραμπ είναι βαθιά. Πέραν της ιδεολογικής συγγένειας και της ομοιότητας των επιχειρημάτων τους και των μεθόδων που χρησιμοποιούν, άλλωστε, η οικογένεια του πρώτου έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα στις ΗΠΑ, οικοδομώντας δεσμούς με την αμερικανική Ακροδεξιά. Για παράδειγμα, ένας από τους γιους του Μπολσονάρο, ο Εντουάρντο, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Στίβεν Μπάνον το 2018 και έκτοτε οι δυο τους έχουν βρεθεί πάνω από 80 φορές.

Τι θα κάνει τώρα ο Μπολσονάρο;

Ο τέως πρόεδρος στέλνει αντιφατικά μηνύματα. Αφενός, διεμήνυσε πως η εισβολή στα κυβερνητικά κτίρια αποτελεί ενέργεια που «πέρασε τη γραμμή», αφετέρου ανέβασε βίντεο στα κοινωνικά Μέσα στο οποίο λέει ότι ο Λούλα δεν εξελέγη πρόεδρος, αλλά διορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επίσης, ενώ δύο ημέρες μετά την εισβολή, εισήχθη σε αμερικανικό νοσοκομείο, κίνηση που αρκετοί ερμήνευσαν ως προσπάθεια να αποφύγει κάθε δίωξη, στη συνέχεια άφησε να διαρρεύσει πως προτίθεται να επιστρέψει στη Βραζιλία, για να είναι παρών στις εξελίξεις. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής του κόμματός του, Βαλντεμάρ Κόστα Νέτο, διαμήνυσε πως όποιος ταυτοποιηθεί ότι συμμετείχε στα επεισόδια της περασμένης Κυριακής θα απελαθεί από τη Βραζιλία.

Εχουν πρόβλημα οι ΗΠΑ και ο Μπάιντεν;

Πέρα από τη σχέση Μπολσονάρο και Τραμπ, που εκφράζει ένα συγκεκριμένο ρεύμα στις κοινωνίες των δύο χωρών, ο Μπάιντεν βρίσκεται ήδη αντιμέτωπος με τις πιέσεις σημαντικού τμήματος του Δημοκρατικού Κόμματος για να εκδώσει τον τέως πρόεδρο της Βραζιλίας, στην περίπτωση φυσικά που του απαγγελθούν κατηγορίες από τους δικαστές ή υπάρξει ένταλμα σε βάρος του. Κάτι που έχει ήδη συμβεί με τον υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησής του, Αντερσον Τόρες, ο οποίος είχε τοποθετηθεί υπεύθυνος ασφαλείας στην Μπραζίλια και θεωρείται ότι ουσιαστικά συνεργάστηκε με τους οργανωτές της εισβολής στο Κογκρέσο – ενώ ο ίδιος βρισκόταν επίσης στη Φλόριντα.

Τι συμβαίνει στη «γειτονιά» της Βραζιλίας;

Η κατάσταση στη Λατινική Αμερική είναι προφανές ότι μυρίζει κυριολεκτικά… μπαρούτι. Σε Αργεντινή και Χιλή οι (κεντρο)αριστερές κυβερνήσεις έχουν ήδη απογοητεύσει τους ψηφοφόρους τους και η οργή βράζει, στο Περού υπάρχουν δεκάδες νεκροί μετά την ανατροπή του αριστερού προέδρου Καστίγιο, σε Βολιβία και Βενεζουέλα οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά λεπτές, στην Κολομβία το δεξιό παρακράτος παραμένει ισχυρό και οι μνήμες του εμφυλίου ζωντανές. Πρακτικά, όλη η ήπειρος αποτελεί μια εστία κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, που εντάθηκε μετά την πανδημία και την οικονομική κρίση.