Ηταν έξι μήνες κόλασης. Μα και έξι μήνες θέωσης. Από τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, που ξέσπασε η ιταλική επίθεση στην Ηπειρο, μέχρι τη στιγμή που τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν τελικά τα σύνορα στη Μακεδονία και άρχισαν να προελαύνουν στο ελληνικό έδαφος, η Ελλάδα υπήρξε, για ένα διάστημα, η μόνη χώρα του ελεύθερου κόσμου που πολεμούσε ταυτόχρονα και τις δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις του Αξονα. Από τους δύο αυτούς πολέμους, που συνιστούν μία ενιαία ιστορική ενότητα, η Ελλάδα νίκησε στον πρώτο με την Ιταλία και ηττήθηκε στον δεύτερο με τη Γερμανία. Η νίκη κατά των Ιταλών ήταν η πρώτη εναντίον του Αξονα σε ολόκληρο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν κάτι που ουδείς ανέμενε. Ενα θαύμα στα μάτια όλων. Εχθρών και φίλων. Που ενίσχυσε το ηθικό των δεύτερων πολύ πέρα απ’ τα ελληνικά σύνορα. Πώς όμως έγινε;

Ολες τις μεγάλες στιγμές ενός τιτάνιου, άνισου αγώνα εναντίον δύο, διαδοχικά, από τους ισχυρότερους στρατούς του τότε κόσμου, μπορεί να τις αισθανθεί κανείς μέσα από τον Τύπο της εποχής. Στις ανταποκρίσεις από το μέτωπο και από τις ξένες πρωτεύουσες, στις άμεσες μαρτυρίες στρατιωτών και αξιωματικών την ώρα που τα γεγονότα συνέβαιναν, στις συνεχείς αναλύσεις των εξελίξεων, στα κείμενα από την αρχή μέχρι το τέλος τους: στις σελιδοποιήσεις, στους τίτλους και τους συγκλονιστικούς υπέρτιτλους. Βλέπει εκεί και έναν άλλον αγώνα: για τη διατήρηση και την ενίσχυση του ηθικού του ελληνικού λαού, όπως δόθηκε ασταμάτητα μέσα από τις σελίδες των «Αθηναϊκών Νέων» και του «Ελεύθερου Βήματος», και άλλων εφημερίδων, που εκτός από το ραδιόφωνο, ήταν η κύρια πηγή ενημέρωσης. Αυτή η στάση των δύο ιστορικών εφημερίδων είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους που κατέστησαν ιστορικές. Και επεβίωσαν συνεχίζοντας ακμαίες ήδη επί έναν αιώνα η μία και εννέα δεκαετίες η άλλη. Ακριβώς για τη στάση τους σε σειρά από καταιγιστικές ώρες της Ιστορίας, όπως αυτές.

Τα κείμενα των «Αθηναϊκών Νέων» και του «Ελεύθερου Βήματος» αποτελούν σήμερα μία από τις πιο σημαντικές πηγές τόσο για τα ίδια τα γεγονότα, όσο και για τον τρόπο που αυτά διαμορφώθηκαν. Μας μεταφέρουν με τη μέγιστη δυνατή ενάργεια σε εκείνες τις ιστορικές ώρες. Οι εξελίξεις καταγράφονται στιγμή προς στιγμή, ενώ ο αναγνώστης τους βυθίζεται στην καρδιά της Ιστορίας που ξαναγράφεται ολόκληρη μπροστά στα μάτια του: η αγωνία, η ελπίδα, η αποφασιστικότητα, η αποτελεσματικότητα, η αυταπάρνηση, παίρνουν εδώ σάρκα και οστά. Διαβάζοντάς τα, είναι σαν να βλέπεις μπροστά σου τους ανθρώπους να κρέμονται σαν από τσαμπιά σκαρφαλωμένοι σε ό,τι μέσο μπορούσαν και με γέλια και φωνές να ξεκινούν για ένα ταξίδι από το οποίο ήξεραν ήδη ότι πολλοί δεν θα επιστρέψουν. Και δεν επέστρεψαν. Και στα συνεχή κείμενα από το μέτωπο βλέπει κανείς ότι δεν υπάρχει καταναγκασμός, αλλά απόλυτη θέληση για ελευθερία: ατομική, συλλογική, εθνική, ενιαία και αδιάσπαστη, υπερκείμενη κάθε άλλης έννοιας, σκέψης και συναισθήματος. Αισθήματα και εικόνες που δεν είδε ξανά ποτέ κανείς στους καιρούς αυτούς. Ανθρωποι που δεν φοβούνται για τη ζωή τους, που δεν την υπολογίζουν, δίπλα στα υπέρτατα συλλογικά αγαθά. Που γι’ αυτούς η Ελλάδα δεν είναι μία απρόσωπη θεωρητική έννοια. Είναι το σπίτι τους, η οικογένειά τους, όλη τους η ζωή. Και που έχουν θυμώσει επειδή κάποιος θέλησε να τους τα πάρει.

Πολλοί δεν γνωρίζουν σήμερα ότι το διάστημα που μεσολάβησε από τον τορπιλισμό της «Ελλης» ως τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, όταν η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, οι Ιταλοί είχαν σποραδικά χτυπήσει και άλλες φορές, ιδίως στο Αιγαίο. Ετσι, από το καλοκαίρι, στην Αθήνα η κυβέρνηση γνώριζε πολύ καλά ότι η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει. Στο Λονδίνο υπήρχαν κάποιες ανησυχίες για τη στάση που θα κρατούσε ο Μεταξάς, λόγω της ιδεολογικής συγγένειάς του με τον Αξονα και του παρελθόντος του ως σπουδαστή στην Πρωσική Ακαδημία Πολέμου, αλλά και επειδή δεν είχε κατονομάσει αμέσως μετά τον τορπιλισμό τους Ιταλούς ως υπευθύνους, ενώ το γνώριζε με στοιχεία. Φυσικά, όλα αυτά διαλύθηκαν μέσα σε λίγες στιγμές: ο ελληνικός λαός καλωσόρισε αυτονόητα το «Alors c’ est la guerre», «λοιπόν έχουμε πόλεμο», που είπε ο Μεταξάς στον ιταλό πρεσβευτή στην Κηφισιά και το οποίο η συλλογική εθνική μνήμη αμέσως κατέγραψε μονολεκτικά ως «Οχι». Και ξεχύθηκε σύσσωμος να πολεμήσει για την ελευθερία.

Εκείνα τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι γείτονες του Μεταξά στην Κηφισιά, το τότε ακόμα ήσυχο καταπράσινο προάστιο της Αθήνας, κοιμούνταν, όπως άλλωστε και ο ίδιος, όταν στην πιο βαθιά ώρα της νύχτας χτύπησε το κουδούνι της κατοικίας του. Ολα έγιναν πολύ ήσυχα και εκείνοι δεν αφυπνίστηκαν, σε αντίθεση με την ηγεσία της χώρας που, με εντολή του Μεταξά, κινητοποιήθηκε αμέσως: δεν ήταν ανάγκη να περιμένει το τέλος της συζήτησης για να καλέσει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και τους αρχηγούς των επιτελείων στο υπουργείο Εξωτερικών να τον αναμένουν. Αμέσως μόλις του αναγγέλθηκε η απρόσμενη επίσκεψη του Γκράτσι ήξερε ότι η Ελλάδα απειλούνταν πλέον άμεσα με πόλεμο. Ο Μεταξάς τον δέχθηκε και εκείνος τού επέδωσε ένα μακροσκελές κείμενο στο οποίο η Ιταλία απαιτούσε από την Ελλάδα, με τη μορφή τελεσιγράφου, να της επιτρέψει την άνευ αντιστάσεως διέλευση στρατευμάτων από το έδαφός της. Το τελεσίγραφο έληγε περίπου σε τρεις ώρες, στις 6 το πρωί. Αμέσως μετά οι ιταλικές δυνάμεις θα εισέβαλλαν.

Ο Μεταξάς δεν ήταν αφελής: γνώριζε πολύ καλά ότι οι μακρές αιτιάσεις του ιταλικού κειμένου, το οποίο ψύχραιμα ανέγνωσε παρουσία του Γκράτσι, ότι δήθεν η Ελλάδα παραβίαζε την ουδετερότητα υπέρ της Αγγλίας, αν γίνονταν δεκτές, θα οδηγούσαν ευθέως τη χώρα σε άμεση και πλήρη ιταλική κατοχή. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν «έτοιμος από καιρό» για μια τέτοια στιγμή. Είχε λάβει τις αποφάσεις του πολύ προτού εμφανιστεί ο Γκράτσι στην πόρτα του σπιτιού του. Αφού τον οδήγησε ευγενώς προς την έξοδο, ετοιμάστηκε και αναχώρησε αμέσως για το υπουργείο Εξωτερικών, όπου τον περίμεναν τα μέλη της κυβέρνησης και οι αρχηγοί. Είχε ενημερώσει εν τω μεταξύ τον Γεώργιο Β’ καθώς και τον βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα. Και αφού περιέγραψε αναλυτικά την επίσκεψή στους συνομιλητές του, ζήτησε τις παραιτήσεις όσων δεν συμφωνούσαν με την απάντησή του. Ουδεμία παραίτηση υπεβλήθη. Η Ελλάδα σύσσωμη βρισκόταν πλέον σε πόλεμο.

Εκτακτες εκδόσεις

Πριν ακόμα στην Αθήνα συνεγερθούν τα πλήθη από τους ήχους των σειρήνων, τα διαγγέλματα του Γεωργίου Β’ και του Μεταξά, το κάλεσμα του ραδιοφώνου και των γεμάτων ορμή και δύναμη έκτακτων εκδόσεων των εφημερίδων και ξεχυθούν σε μαζικές εκδηλώσεις ενθουσιασμού για την απόφαση να πολεμήσει η πατρίδα για την ελευθερία της, στο Καλπάκι, στα σύνορα της χώρας με την Ιταλία, στη γραμμή Ελαίας – Καλαμών, ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος είχε ήδη εκδώσει την ιστορική ημερησία διαταγή προς τους άνδρες του. Και είχε ήδη παρατάξει τις δυνάμεις του σε θέση μάχης. Στη διαταγή του, τους καλούσε να πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις για τη σωτηρία της πατρίδας και τους γνωστοποιούσε ότι δεύτερη γραμμή αμύνης δεν υπήρχε. Οτι εκεί θα νικούσαν ή θα πέθαιναν.

Το αρχηγείο του Κατσιμήτρου δεν είχε σε τίποτε να κάνει με το αρχηγείο των Ιταλών: στην επιχείρηση εισβολής την οποία επέβλεπε ο ίδιος ο Μουσολίνι από το μεγαλόπρεπο παλάτσο του στη Ρώμη, ο Κατσιμήτρος θα απαντούσε μέσα από μια σπηλιά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, την οποία είχε επιλέξει ως επιχειρησιακό αρχηγείο, επειδή ως φυσικό πλεονέκτημα είχε το σχήμα πετάλου με δύο εξόδους. Από εκείνο το ταπεινό αυτοσχέδιο κέντρο επιχειρήσεων μέσα στα έγκατα της γης που ο ίδιος και οι άνδρες του είχαν τώρα κληθεί να υπερασπιστούν, η 8η Μεραρχία θα έγραφε ένα από τα ενδοξότερα κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Που αν δεν υπήρχαν τέτοια ιστορικά τεκμήρια, θα ήταν δύσκολο ακόμα και να φανταστεί κανείς το πώς έγινε. Πώς ο Ελληνικός Στρατός και ο ελληνικός λαός, όλοι ένα, πολέμησαν για την ελευθερία. Από την κόλαση, στη θέωση, πάνω σε εκείνα τα βουνά…