Τα Λατινικά επιστρέφουν στις σχολικές αίθουσες και μάλιστα με νέα μορφή! Η διδασκαλία τους επανέρχεται κανονικά από την επόμενη χρονιά και στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2022 ως μάθημα εθνικά εξεταζόμενο στο πεδίο των Ανθρωπιστικών Σπουδών.

Με το δεδομένο, όμως, ότι η διδασκαλία του μαθήματος είχε παρακμάσει τα τελευταία χρόνια στην απλή απομνημόνευση γνωστών κειμένων, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής επεξεργάζεται τώρα νέα προγράμματα σπουδών τα οποία θα εισαχθούν στην καθημερινότητα των σχολείων από το 2023. Κατά τα άλλα, από την επόμενη σχολική χρονιά, το μάθημα επανέρχεται «αναβαθμισμένο» στη θέση της Κοινωνιολογίας, καθώς θα διδάσκεται πλέον επί εξάωρο όπως όλα τα μαθήματα των πανελλαδικών εξετάσεων.

Τι ισχύει με βάση το τρέχον μεταβατικό πρόγραμμα σπουδών της επόμενης σχολικής χρονιάς; Τι θα αλλάξει με το νέο πρόγραμμα σπουδών που θα εφαρμοστεί μετά τη συγγραφή νέων διδακτικών βιβλίων;

Ο Βάιος Βαϊόπουλος, καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επόπτης της εκπόνησης του νέου προγράμματος σπουδών στο μάθημα για το ΙΕΠ, λέει στα «ΝΕΑ» ότι «το μεταβατικό πρόγραμμα σπουδών της Γ’ Λυκείου δεν διαφοροποιείται από το παλαιότερο πρόγραμμα, παρά μόνο σε λεπτομέρειες: Μεγαλύτερη, σε σύγκριση με παλιότερα, έμφαση έχει δοθεί στη γραμματολογική εισαγωγή ως προς την αξιολόγηση, προκειμένου ενδεχόμενη αποστήθιση της μετάφρασης από τους μαθητές ή τις μαθήτριες να μη δίνει εύκολες μονάδες».

«Ο λόγος που το μεταβατικό πρόγραμμα δεν περιέχει ορατά δείγματα του πνεύματος που επιχειρείται να υιοθετηθεί στα νέα προγράμματα (αντίθετα με ό,τι δοκιμάζεται ήδη στο μεταβατικό προγραμμα της Β’ Λυκείου) είναι η εξέταση του μαθήματος στις πανελλαδικές εξετάσεις το επόμενο καλοκαίρι» εξηγεί και προσθέτει: «Η ανάγκη ισότητας ευκαιριών και συνθηκών εξέτασης για όλους τους υποψηφίους, από τη στιγμή που χρησιμοποιείται το υπάρχον εγχειρίδιο, επέβαλλε ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή τη φάση».

Τι θα ισχύσει από το 2023;

Ο ίδιος περιγράφει ότι «κύριο χαρακτηριστικό του νέου προγράμματος που σχεδιάζεται  είναι η πλαισίωση της γλωσσικής διδασκαλίας με στοιχεία γνώσης του ρωμαϊκού κόσμου. Κρίναμε ότι χρειάζεται να πάψει η γλωσσική διδασκαλία να είναι αυτοσκοπός και να παραμένει αποξενωμένη από οποιοδήποτε αξιακό, πολιτισμικό και γραμματολογικό περιεχόμενο».

«Η έμφαση στη γλώσσα διατηρείται, ανανεώνεται, μάλιστα, χάρη στην προσοχή που δίνεται σε βασικά στοιχεία ετυμολογικής σύνδεσης της Λατινικής με τη Νεοελληνική ή με γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς και με την επισήμανση στερεότυπων λατινικών φράσεων που βρίσκονται σε χρήση και στη σύγχρονη επικοινωνία. Κυρίως όμως η ρωμαιομάθεια γίνεται πλέον αναπόσπαστο τμήμα της διδασκαλίας, ώστε οι μαθητές και μαθήτριες να κατανοήσουν την καταλυτική επίδραση όχι μόνο της γλώσσας, αλλά του πολιτισμού εν γένει της ρωμαϊκής αρχαιότητας σε ποικίλες πτυχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως η πολιτική, η ιατρική, το δίκαιο, η αρχιτεκτονική, οι φυσικές επιστήμες, κ.ά. Παράλληλα, η γνωριμία με τη Ρώμη θα ενισχύσει και την αίσθηση των δεσμών και της συνέχειας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με τον (ελληνο)ρωμαϊκό πολιτισμό αλλά και με τη συνέχειά του, τον βυζαντινό πολιτισμό, φωτίζοντας έτσι πολλές όψεις της νεοελληνικής συνέχειας σε γλωσσικό, πολιτικό, θρησκευτικό και ιδεολογικό επίπεδο» προσθέτει ο καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας.

«Ενα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του προγράμματος των Λατινικών είναι η αξιοποίηση της διαθεματικής προσέγγισης, η οποία, πέρα από τη διασύνδεση και με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση τεχνολογιών της πληροφορικής και των επικοινωνιών προτείνεται να είναι εκτεταμένη», καταλήγει.