Τις δύο φωτογραφίες τις χωρίζουν 2.547 ημέρες και 9.914 χιλιόμετρα. Στην πρώτη που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια της συντριβής της Βραζιλίας από τη Γερμανία με 7-1 στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014, στο Μπέλο Οριζόντε, ο οπαδός της Σελεσάο κομματιάζει τη σημαία της Βραζιλίας με τα δόντια του λόγω του μεγάλου θυμού του για το αποτέλεσμα. Στη δεύτερη, που τραβήχτηκε στις 28 Ιουνίου στην Αρένα του Βουκουρεστίου ενός ελβετός οπαδός έχει ξεγυμνωθεί από τη μέση και πάνω και ουρλιάζει από χαρά για την ισοφάριση της Ελβετίας σε 3-3 στο παιχνίδι με τη Γαλλία. Πέντε λεπτά νωρίτερα ο ίδιος οπαδός ήταν ντυμένος και έκλαιγε για την ατυχία της ομάδας του.

«Δεν κατάλαβα τι μου συνέβη» δήλωσε την επομένη στην «Μπλικ» ο Λούκα Λούτενμπαχ, 28 ετών, που έγινε άθελά του το πόστερ της χώρας του σ’ αυτό το Euro.

Ενα τσουνάμι συναισθημάτων παρέσυρε τον ελβετό φίλαθλο σε πρωτόγνωρες για τον ίδιο πράξεις. Το γκολ στις καθυστερήσεις μετατόπισε τα σύνορα των αντιδράσεών του, τον έκανε πιο ακραίο, πιο συναισθηματικό και πιο βίαιο.

Η τελετουργία έμοιαζε με μια μικρή επίδειξη δύναμης του δημοφιλούς αθλήματος πάνω στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και μέσω αυτού στην ίδια την κοινωνία. Είναι η ίδια δύναμη που επέβαλε σιωπητήριο στο Πάρκεν για να αφουγκραστεί ο πλανήτης την επιστροφή του χτύπου στην πληγωμένη καρδιά του Κρίστιαν Ερικσεν.

Η πολύχρονη φυσική του διήθηση στα κοινωνικά στρώματα και η ταύτισή του με την εξέλιξη του ανθρώπου τα τελευταία 150 χρόνια προσδίδει στο ποδόσφαιρο μια ξεχωριστή θέση στο κοινωνικό οικοδόμημα.

Πρόκειται για την αόρατη συγκολλητική ουσία που συνδέει τους ανθρώπους μέσα στις κοινότητες συναισθηματικά, σωματικά και οικονομικά.

Η πραγματική ένωση της Γερμανίας δεν συντελέστηκε όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου αλλά όταν η χώρα φιλοξένησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, το 2006. Μια μικρή δερμάτινη σφαίρα βάρους 430 γραμμαρίων μπόρεσε να απενοχοποιήσει έναν ολόκληρο λαό από τα βαριά ανομήματα του πρόσφατου παρελθόντος. «Το να είσαι στη Γερμανία τώρα είναι σαν να βρίσκεσαι σε άλλη χώρα. Στους δρόμους οι Γερμανοί γιορτάζουν το ποδόσφαιρο και τη νεοαποκτηθείσα αίσθηση του πατριωτισμού τους. Το ποδόσφαιρο κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στη χώρα. Εχει αιχμαλωτίσει τις καρδιές και το μυαλό των Γερμανών μετατρέποντάς τη σε ένα διαφορετικό μέρος, σε μια μαγεμένη καλοκαιρινή παραμυθένια εκδοχή του εαυτού της, μια μαγευτική, ευτυχισμένη γη ενωμένη κάτω από ένα μαύρο, κόκκινο και χρυσό λάβαρο. Δεν έχει γίνει μεγαλύτερο πάρτι στη Γερμανία από τις 9 Νοεμβρίου 1989, την ημέρα που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Τότε οι Γερμανοί γιόρταζαν με τον εαυτό τους. Σήμερα γιορτάζουν με τον εαυτό τους και τον κόσμο» έγραφε το «Σπίγκελ» στις 20 Ιουνίου 2006.

Είναι το ίδιο συναίσθημα που βιώνουν αυτές τις ημέρες οι Αγγλοι, παρηγορώντας την εθνική τους μοναξιά.

Η δύναμη του «ποδοσφαιρικού λαϊκισμού» που ακουμπάει τις μάζες αποτελούσε πάντοτε τον απαγορευμένο καρπό για τις πολιτικές ηγεσίες.

Ενα γεμάτο Γουέμπλεϊ με 60.000 ανθρώπους είναι λιγότερο επικίνδυνο από ένα ταξίδι σε ελληνικό νησί. Η στρογγυλή θεά έχει αποκτήσει ανοσία στην Covid και ο Μπόρις Τζόνσον το πανηγυρίζει στους κήπους της Ντάουνινγκ Στριτ μπροστά στη φλατ τηλεόραση.

Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν είναι ο τελευταίος που κρατά τη σκυτάλη σ’ αυτή την ιστορική παρασπονδία του αθλήματος.

Φανατικός φίλος του ποδοσφαίρου και βετεράνος παίκτης ο ίδιος, έσπειρε την ουγγρική επικράτεια με δεκάδες γήπεδα και στη συνέχεια επέτρεψε τη σπορά της ομοφοβίας που άνθισε με έναν απεχθή νόμο.

Τα λευκά αιμοσφαίρια του ποδοσφαίρου αντέδρασαν έντονα. Ενα μικρό πανί στα χρώματα του ουράνιου τόξου που τύλιξε στο αριστερό του χέρι ο αρχηγός της Εθνικής Γερμανίας Μάνουελ Νόιερ άσκησε μεγαλύτερη κριτική στον Ορμπαν απ’ ό,τι οι κοστουμαρισμένοι γραφειοκράτες της ΕΕ.

Η αρνητική στάση της ουδέτερης UEFA στο αίτημα του δημάρχου του Μονάχου να φωταγωγηθεί το γήπεδο της πόλης στα χρώματα του ουράνιου τόξου στο περιθώριο του αγώνα της Γερμανίας με την Ουγγαρία θύμωσε τόσο το ποδόσφαιρο που τρόμαξαν ακόμα και οι υπηρέτες του.

Η παραγόμενη πολιτική του ποδοσφαίρου όπως την αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί, αφαιρώντας για παράδειγμα τον γεωγραφικό προσδιορισμό στην ονομασία της χώρας τους, δεν είναι πάντα πάντοτε ελεγχόμενη.

Ενας αθλητής μπορεί να στείλει μήνυμα κατά των διακρίσεων λυγίζοντας το γόνυ αλλά μπορεί να σκαλίσει και τη θράκα ενός εμφυλίου φωνάζοντας «σου γαμ… την αλβανίδα μάνα» ή να σχηματίσει με τα χέρια του έναν αετό.

Γι’ αυτό ο Ντέιβιντ Μπέκαμ είχε προτιμήσει τα πιο εύπεπτα που οικονομικά ήταν και πιο αποδοτικά. Τατουάζ, βαμμένες τρίχες, μακριά φούστες. Είναι κι αυτό μια πολιτική – της μόδας.