Σε δύο εβδομάδες, η Ευρώπη θα κινείται στους ρυθμούς ενός παλιού γνώριμου, που διαθέτει πλέον μια νέα και αναβαθμισμένη ιδιότητα: Του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θα την επισκέπτεται για πρώτη φορά με την ιδιότητα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Από το στόμα δε του «θείου Τζο» περιμένουν να ακούσουν πολλά οι Ευρωπαίοι και να κρίνουν από πρώτο χέρι τι μπορούν να περιμένουν και τι όχι, ειδικά μετά τη «λαίλαπα» του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Μπάιντεν, άλλωστε, έχει πλούσιο πρόγραμμα το τριήμερο 14-16 Ιουνίου: Αρχικά, θα παραβρεθεί στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, ενώ στη συνέχεια θα έχει συνομιλίες με την ηγεσία της ΕΕ και αρκετούς αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων – προτού βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, σε μια συνάντηση η οποία επίσης έχει μεγάλη σημασία για την Ευρώπη.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι παρά τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργήσει ορισμένοι, υπάρχουν ήδη τόσα σύννεφα πάνω από τις σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ που δύσκολα μπορούν να διαλυθούν μονομιάς, όσο καλό και εάν είναι το κλίμα που θα επικρατήσει κατά την επίσκεψη του αμερικανού προέδρου. Φαίνεται, μάλιστα, ότι τα σύννεφα πύκνωσαν μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις για το δίκτυο κατασκοπείας που είχε στήσει η NSA μέσω Δανίας, παρακολουθώντας τις κινήσεις αρκετών ευρωπαίων ηγετών, ανάμεσά τους και της Ανγκελα Μέρκελ.

Μαύρες ημέρες

Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, τα όσα ήρθαν τώρα στην επιφάνεια φέρνουν τις διμερείς σχέσεις πίσω στις «μαύρες ημέρες του 2013», όπως χαρακτηριστικά έγραψε το «Politico», παραπέμποντας στις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν για τον Αμερικανό «Μεγάλο Αδελφό», θύμα του οποίου ήταν και πάλι ευρωπαίοι ηγέτες, μαζί και η Μέρκελ. Αυτό από μόνο του, βεβαίως, δεν είναι τραγικό. Εξάλλου, τα όσα είχαν συμβεί εκείνη την περίοδο δεν εμπόδισαν τη γερμανίδα καγκελάριο και τους περισσότερους άλλους ηγέτες της ΕΕ να αναπτύξουν στενές σχέσεις με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα – ο οποίος, σε γενικές γραμμές, έγινε ο καλύτερος φίλος της Ευρώπης.

Θεωρητικά, λοιπόν, κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί και με τον Μπάιντεν, ειδικά καθώς τόσο οι Βρυξέλλες όσο και η Μέρκελ με τον Μακρόν τηρούν σχετικά χαμηλούς τόνους. Αλλωστε η πρώτη γνωρίζει καλά ότι και οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών (BND) έχουν βοηθήσει στο παρελθόν τους Αμερικανούς να στήσουν δίκτυο για να παρακολουθούν τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, όπως αποκάλυψε ρεπορτάζ των «New York Times» ήδη από το 2015.

Ετσι, το φιτίλι που επιχείρησε να βάλει ο Σνόουντεν (στον οποίο έχει χορηγήσει άσυλο η Μόσχα), γράφοντας σε μήνυμά του στο Twitter ότι «αναμφίβολα, ο Μπάιντεν είναι καλά προετοιμασμένος να απαντήσει σε όλα αυτά όταν επισκεφθεί την Ευρώπη σύντομα, καθώς είναι γνωστό πως ήταν βαθιά μπλεγμένος σε αυτό το σκάνδαλο την πρώτη φορά που αποκαλύφθηκε», ενδέχεται να αποδειχθεί… βρεγμένο.

Δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε, ωστόσο, ότι πρόκειται για διαφορετική περίοδο και πολλά έχουν αλλάξει επί της ουσίας στις σχέσεις των δύο παραδοσιακών εταίρων και συμμάχων. Το βασικότερο είναι ότι οι Ευρωπαίοι, στη δεκαετία (σχεδόν) που μεσολάβησε και με τη… βοήθεια του Τραμπ ο οποίος απομυθοποίησε πολλά πράγματα, έχουν ανεβάσει τον πήχη των στόχων τους. Επιδιώκουν, με άλλα λόγια, να «απογαλακτιστούν» από τις Ηνωμένες Πολιτείες, διεκδικώντας έναν ενισχυμένο και πιο αυτόνομο ρόλο στη διεθνή σκηνή – αν και είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει πλήρης συμφωνία ανάμεσα στους «27» για το πόσο μακριά μπορεί και πρέπει να φτάσει αυτή η αυτονομία.

Το μέτωπο του ΝΑΤΟ φαίνεται πως θα κρίνει πολλά. Και αυτό διότι σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ πιέζουν ώστε οι Ευρωπαίοι να αυξήσουν τη συνδρομή τους, σε χρήματα και μέσα, στη Συμμαχία, η γαλλίδα υπουργός Αμυνας φρόντισε να στείλει το δικό της μήνυμα: «Στην ευρω-ατλαντική σχέση υπάρχει μία σταθερά, και αυτή είναι ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να χειριστούν μόνοι τους μεγαλύτερο μέρος της ασφάλειάς τους» είπε η Φλοράνς Παρλί στο «Politico», χρησιμοποιώντας μάλιστα τον όρο «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία».

Από την πλευρά του, το Βερολίνο εμφανίζεται πιο επιφυλακτικό, όμως έδειξε ότι και αυτό κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Κάτι που αποτυπώθηκε και στην πρόσφατη συμφωνία με το Παρίσι (και τη Μαδρίτη) για το ευρωπαϊκό μαχητικό αεροσκάφος της επόμενης γενιάς, ο σχεδιασμός και η παραγωγή του οποίου εκτιμάται πως θα κοστίσει περίπου 100 δισ. ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, οι Γερμανοί θα εξαρτήσουν πολλά από τις εξελίξεις σε άλλα μέτωπα που έχουν ανοιχτά με τους Αμερικανούς. Οπως είναι, για παράδειγμα, ο αγωγός Nord Stream 2, καθώς η Μέρκελ έχει στείλει δύο κορυφαίους συνεργάτες της στην Ουάσιγκτον προκειμένου να διαπραγματευτούν την ολοκλήρωσή του, με την ελπίδα ότι το «πάγωμα» των κυρώσεων που αποφάσισε πρόσφατα ο Μπάιντεν αποτελεί καλό οιωνό.