Ποιος φοβάται τις διερευνητικές; Ενα ερώτημα που επανέρχεται διαρκώς μετά και την επίθεση του τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, με αναφορές σε «προκλήσεις», που υπονομεύουν τον διάλογο. Η ελληνική πλευρά επέλεξε να κρατήσει εξαιρετικά χαμηλούς τόνους – τουλάχιστον δημόσια – στις δηλώσεις Ερντογάν, ωστόσο σύμφωνα με πληροφορίες οι δίαυλοι επικοινωνίας Μεγάρου Μαξίμου – Ακ Σαράι ενεργοποιήθηκαν αμέσως, με την Αθήνα να ζητεί εξηγήσεις από την Αγκυρα. Ενας δίαυλος επικοινωνίας που έχει λειτουργήσει και στο παρελθόν ως άτυπος καταλύτης αποσυμπίεσης και παραμένει ανοιχτός.

Οπως ανέφεραν καλά πληροφορημένες πηγές στα «ΝΕΑ» το τηλεφώνημα έγινε από το διπλωματικό γραφείο του Πρωθυπουργού στον Ιμπραΐμ Καλίν, εκπρόσωπο του τούρκου προέδρου, ο οποίος απέδωσε την έντονη «ενόχληση» Ερντογάν στις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κύπρο και δη οι αναφορές σε κατοχικές δυνάμεις. Δηλώσεις που όπως υπογραμμίζουν κυβερνητικές πηγές δεν εξέφρασαν απλά πάγιες θέσεις της Ελλάδας από το 1974 μέχρι σήμερα, αλλά περιέγραψαν την πραγματικότητα.

Η παγίδα του «Τσεσμέ»

Οι εν λόγω δηλώσεις έδωσαν «πράσινο φως» και για μία ακόμα παράτυπη navtex την περασμένη εβδομάδα, που αφορούσε έρευνες του ωκεανογραφικού «Τσεσμέ», προκαλώντας διαβήματα από την πλευρά της Αθήνας, δίνοντας την εντύπωση υπονόμευσης του διαλόγου. Και αν ο στόχος είναι η Ελλάδα να εγκαταλείψει πρώτη τον διάλογο και όχι η Τουρκία, το μήνυμα από την Αθήνα είναι ότι οι ημερομηνίες για τις διερευνητικές έχουν δοθεί στην Αγκυρα κι αναμένεται απάντηση.

Μία απάντηση που η Τουρκία δεν έχει την πολυτέλεια να μη δώσει δεδομένης της ανάγκης να διατηρήσει την επίφαση «καλής θελήσεως» που επιχειρεί να οικοδομήσει απέναντι στην Ευρώπη. Οι διερευνητικές άλλωστε είναι υπό τη στενή παρακολούθηση της Ευρώπης.

Η Αγκυρα θέλει να αποφύγει κάθε αναφορά σε κυρώσεις, κάτι που δείχνει να κερδίζει έδαφος με τους Ευρωπαίους να αναγνωρίζουν το δίκαιο της ελληνικής πλευράς, επιδιώκοντας ωστόσο ακόμα να εξευμενίσουν τον Ερντογάν. Γεγονός που κάνει χώρες όπως η Γερμανία να επιχειρούν ένα παιχνίδι με τις λέξεις, με στόχο για μία ακόμα φορά θέσεις ισορροπιών. Η Αθήνα σε αυτό το πλαίσιο επιμένει να ζητά μία «αξιόπιστη προοπτική», όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, απαιτώντας επί της ουσίας την πρόβλεψη συγκεκριμένων μέτρων που θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν εάν η Τουρκία αποφασίσει ολική επαναφορά στην πολιτική της έντασης. Κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει και ανασταλτικά απέναντι σε ενδεχόμενες προκλήσεις και που για την Αθήνα είναι μία επιλογή που πρέπει να υπάρχει.

Διπλωματικές πηγές σημειώνουν και την έξαρση του εθνικισμού, ως προσπάθεια αντιπερισπασμού στη βαθιά οικονομική κρίση στην Τουρκία, που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.

Ο παράγοντας ΗΠΑ

Για την κυβέρνηση ιδιαίτερη σημασία έχει και ο παράγοντας ΗΠΑ. Ανατολική Μεσόγειος και Μέση Ανατολή δεν είναι στις προτεραιότητες των ΗΠΑ και για να γίνουν πρέπει να ενταχθούν στη «μεγάλη εικόνα» και τη στρατηγική. Προς το παρόν, ωστόσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να λάβει τελικές αποφάσεις για την περιοχή.

Δεδομένου δε ότι ο κόσμος βρίσκεται σε μία ιστορικά μεταβατική περίοδο, ακόμα και έμπειρα στελέχη της νέας διοίκησης Μπάιντεν, που ακόμα δεν έχει στελεχωθεί πλήρως, θα χρειαστούν χρόνο για την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, που δεν οφείλονται αποκλειστικά στη διοίκηση Τραμπ που προηγήθηκε. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας Κίνα, που επηρεάζει μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής και αν θα κριθεί ότι συνδέεται με την περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Στόχος είναι οι σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ που σημείωσαν «limit up» το προηγούμενο διάστημα να ενδυναμωθούν ακόμα περισσότερο αξιοποιώντας όλες τις προοπτικές. Με την προεργασία να έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες σε αυτή την κατεύθυνση διπλωματικές πηγές υπογραμμίζουν το θερμό κλίμα στη συνομιλία του νέου ΥΠΕΞ, Αντονι Μπλίνκεν με τον Νίκο Δένδια, δεδομένου ότι οι ισορροπίες στην περιοχή αλλάζουν και ο ρόλος της Ελλάδας ενισχύεται. Ρόλο στις εξελίξεις και στην καλλιέργεια του κλίματος για τη διαρκή ενίσχυση των δεσμών έχουν η ελληνίδα πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού για την ΕΕ και τις ΗΠΑ Θανάσης Μπακόλας, που χαρακτηρίζονται πρόσωπα – κλειδιά.

Ο ρόλος της Τουρκίας

Το ερώτημα, ωστόσο, σύμφωνα με έγκυρες διπλωματικές πηγές είναι ποιος θα είναι ο ρόλος της Τουρκίας στο νέο σκηνικό. Γιατί ακόμα και αν προς το παρόν οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας παραμένουν σε κρίση, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να θέλει να κρατήσει την Αγκυρα στη Δύση και θα συνεχίσει να δίνει μάχη για αυτό. Μία σχέση που δεν συνδέεται με την Ελλάδα. Το αν η Τουρκία θα παραμείνει σύμμαχος ή θα μπει σε ένα άλλο πακέτο, αυτό, όπως τονίζουν, μένει να φανεί. Το μεγάλο ερώτημα όπως λένε για την Τουρκία είναι ότι ο Ερντογάν θέλει να βλέπει τη χώρα του ως αφέντη της περιοχής, πιστεύει ότι μιλά επί ίσοις όροις με τις ΗΠΑ, με την Κίνα, με τη Ρωσία και το αν η Ουάσιγκτον είναι διατεθειμένη να του «δώσει» αυτό το προνόμιο. Προς το παρόν, ωστόσο, δεν φαίνεται τέτοια διάθεση για τέτοια ανοχή. Αδύναμο σημείο για τον Ερντογάν, παράλληλα με την προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ηγέτιδα δύναμη στην περιοχή είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι S-400. Οι κινήσεις της Τουρκίας την αποκλείουν και από σειρά συμμαχιών στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, όπως τα τριμερή σχήματα συνεργασίας, τα οποία συνεχώς διευρύνονται και γεννήθηκαν ως απάντηση στις απειλές στην περιοχή και στηρίζονται από τις ΗΠΑ, που δίνουν ιδιαίτερο βάρος σε αυτά, με έμφαση το σχήμα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ + ΗΠΑ. Και αν το ιδανικό σενάριο για την Ουάσιγκτον θα ήταν να λαμβάνει μέρος στις πολυμερείς συνεργασίες και η Αγκυρα, αυτό δείχνει να γίνεται ολοένα και πιο μακρινό.

Η διοίκηση Μπάιντεν αναζητά τις δικές της ισορροπίες, θα επιχειρήσει να κλείσει πληγές, να επανατοποθετηθεί στις σχέσεις της με την ΕΕ, αλλά και να ανακτήσει τον ρόλο της στο ΝΑΤΟ και θα επιλέξει τις προτεραιότητές της. Το δύσκολο παιχνίδι θα είναι όταν θα λαμβάνονται οι αποφάσεις για την Τουρκία, με στοίχημα τους χειρισμούς που θα ακολουθήσει η ελληνική πλευρά για την προώθηση των συμφερόντων της, με τη σύνδεση των δύο ζητημάτων να είναι περισσότερο επικίνδυνη παρά ωφέλιμη… Σε κάθε ερώτηση για προβλέψεις σε σχέση με την κυβέρνηση Μπάιντεν οι διπλωμάτες απαντούν «υπομονή», δείχνοντας τη ρευστότητα της κατάστασης και το κρίσιμο παιχνίδι των ισορροπιών που μεταβάλλονται.