Ο δρ Μενσούρ Ακγιουν δεν είναι απλά ένας γνωστός ακαδημαϊκός και αναλυτής στην Τουρκία. Είναι ένας εμπειρογνώμονας με βαθιά γνώση των ζητημάτων της περιοχής καθώς και με εμπειρία στα κέντρα λήψης αποφάσεων ως σύμβουλος, έχοντας διατελέσει, μεταξύ πολλών άλλων, διευθυντής του Προγράμματος Εξωτερικής Πολιτικής του TESEV, του μεγαλύτερου think tank της χώρας. Μίλησε πρόθυμα στα «ΝΕΑ» για την προοπτική του νέου κύκλου διερευνητικών επαφών, αλλά και τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή.

Οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία ξεκινούν για 61η φορά από εκεί που έμειναν πριν από πέντε χρόνια. Εκτιμάτε ότι, τώρα, μπορεί να έχουν αποτέλεσμα;

Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση των προβλημάτων δεν πρέπει να περιμένουμε κάποιο θαύμα. Από μόνη της, όμως, η συνέχιση της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης και εκτιμώ πως το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι μια δήλωση προόδου. Αυτός ο γύρος επαφών μπορεί να διευκολύνει και μια συνάντηση σε ανώτερο επίπεδο. Είναι φανερό πως καμία πλευρά δεν θέλει να οξύνει την αντιπαράθεση.

Ποιο είναι το βασικό σφάλμα στην προσπάθεια των δύο πλευρών για επαναπροσέγγιση;

Κατ’ αρχάς, όπως και τα περισσότερα έθνη, είμαστε αιχμάλωτοι της Ιστορίας μας. Βλέπουμε ο ένας τον άλλον μέσα από μια οπτική μηδενισμού, αλλά και την απώλεια του άλλου, ως δική μας επιτυχία. Κατά δεύτερον, η σύγκρουση αποφέρει εσωτερικά πολιτικά οφέλη. Επιπρόσθετα δε, με τις ταλαντώσεις στο γεωπολιτικό τοπίο, ορισμένα από τα προβλήματά μας γίνονται όλο και πιο περίπλοκα διά της εμφάνισης νέων δεδομένων όπως οι ΑΟΖ. Τέλος, τρίτοι, οι οποίοι δεν είναι καλοπροαίρετοι, έχουν επίσης συμβάλει στην παράταση των κρίσεων και εντάσεων. Το κλειδί είναι η πολιτική θέληση. Εάν πολιτικοί και στις δύο πλευρές την έχουν μπορεί να υπάρξει ένας ιστορικός συμβιβασμός. Θυμάμαι την περίοδο Παπανδρέου – Τζεμ, αλλά και άλλα πρότερα παραδείγματα συνεργασίας και δεν βλέπω κάποια ανυπέρβλητη δυσκολία για δίκαιη λύση στο Αιγαίο ή τη Μεσόγειο. Η Τουρκία και η Ελλάδα μπορούν να εκμεταλλευθούν από κοινού τις αμφισβητούμενες περιοχές. Η αλληλεξάρτηση ήταν σχεδόν πάντα χρήσιμη…

Μιλάμε συχνά για «μια άλλη Τουρκία» σήμερα, σε σύγκριση με το παρελθόν, ειδικά τα πρώτα χρόνια Ερντογάν. Πόσο έγκυρο είναι αυτό το σημείο;

Η Τουρκία έχει, πράγματι, αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Το δημοκρατικό έλλειμμα έχει αυξηθεί και οι προοπτικές ένταξης στην ΕΕ μειώθηκαν. Από την άλλη πλευρά, λόγω της ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων, είναι πλέον σε θέση να ασκήσει άνευ προηγουμένου επιρροή σε διάφορες γωνιές του κόσμου. Η Αγκυρα έγινε αυτό που λέμε game changer στη Λιβύη, τη Συρία, το Ναγκόρνο Καραμπάχ, ακόμη και στην Αφρική. Τα μεγάλα διπλωματικά παζάρια με τη Ρωσία έδωσαν επίσης τη δυνατότητα στην Τουρκία να λειτουργεί με σιγουριά και δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε και το ζήτημα των προσφύγων. Οσον αφορά τις διεθνείς της αλληλεπιδράσεις, η Τουρκία έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες από άλλοτε.

Στο εσωτερικό είδαμε κορυφαία στελέχη του ΑΚΡ, όπως οι κύριοι Νταβούτογλου και Μπαμπατζάν, να αποχωρούν και να σχηματίζουν δικά τους κόμματα. Πώς επηρεάζει αυτό;

Παρέχουν εναλλακτικές πολιτικές επιλογές για βαθιά θρησκευόμενες και δεξιές ομάδες ψηφοφόρων. Και επίσης διαβρώνουν την εκλογική βάση του ΑΚΡ.

Εχουν πιθανότητες να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο;

Ηδη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά το εάν θα έχουν την ευκαιρία να βρεθούν στην εξουσία, θα εξαρτηθεί από μελλοντικές επιλογές του AKP. Οι τρέχουσες πολιτικές του αυξάνουν την αποξένωση της βάσης και ενισχύουν άλλες δυνάμεις, περιλαμβανομένων και των νεοσύστατων κομμάτων.

Η Τουρκία ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμη να ενεργοποιήσει τους πυραύλους S-400. Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες στις σχέσεις με τις ΗΠΑ ειδικά τώρα με την αλλαγή στον Λευκό Οίκο;

Είμαι σίγουρος ότι θα είναι σε θέση να βρουν μια φόρμουλα. Η Τουρκία παραμένει ένας σημαντικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ, συμβάλλοντας ενεργά σε στρατηγικούς στόχους της συμμαχίας. Εχουμε δυνάμεις σε πολλές αποστολές και μόλις αναλάβαμε τη διοίκηση της VJTF (σ.σ.: της Κοινής Ειδικής Ομάδας Πολύ Υψηλής Ετοιμότητας του ΝΑΤΟ) με μια ταξιαρχία 4.200 στρατιωτών. Αυτή η δύναμη δημιουργήθηκε μετά την υπόθεση της Ουκρανίας ώστε να ανταποκριθεί σε απρόβλεπτες καταστάσεις, με πρώτη μια πιθανή ρωσική επέμβαση. Οι ΗΠΑ είναι επίσης σημαντικές για την Τουρκία. Για όλους τους πιθανούς λόγους.

Υπάρχει ωστόσο η αίσθηση ότι η Τουρκία αφήνει τη Δύση και προσεγγίζει τη Ρωσία.

Κάθε άλλο. Η πρόσφατη επαναπροσέγγιση με τη Μόσχα υπαγορεύθηκε από την ανάγκη. Σε κάποιο σημείο η Ρωσία ήρθε σε σύγκρουση με τα τουρκικά συμφέροντα και αποτέλεσμα αυτού ήταν η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού. Ο συμβιβασμός που επήλθε περιελάμβανε μια εκτεταμένη συνεργασία στον στρατιωτικό τομέα. Η απροθυμία των ΗΠΑ να παράσχουν αντιβαλλιστικούς πυραύλους διευκόλυνε την αγορά των S-400. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι S-400 έχουν στρατιωτική και πολιτική αξία. Στρατιωτικά παρέχουν αυτόνομη ικανότητα αεροπορικής άμυνας, έως ότου τεθούν σε λειτουργία τα εγχώρια συστήματα. Πολιτικά, επιτρέπουν στην Τουρκία να διαδραματίσει ρόλο στη Συρία, καθώς και στον Καύκασο. Παρέχουν επίσης διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στις σχέσεις με άλλες χώρες, κυρίως τις ΗΠΑ.

Υπάρχει ακόμη η ευκαιρία να επιλυθεί το Κυπριακό;

Το πρόβλημα υπάρχει για την Τουρκία από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Υπήρξαν διάφορες προσπάθειες για λύση και πιστεύω ότι η καλύτερη ευκαιρία χάθηκε το 2004. Προφανώς οι διαπραγματεύσεις δεν μπορούν να συνεχιστούν για πάντα και έτσι αυτή μπορεί να είναι η κατάλληλη στιγμή για νέες προσεγγίσεις. Διαφορετικά, το Κυπριακό και όσα επιφέρει θα συνεχίσει να δηλητηριάζει τις διμερείς σχέσεις.