To τέλος της υγειονομικής κρίσης και η επέκταση του συστήματος των αντικειμενικών αξιών σε περίπου 3.000 περιοχές σε όλη τη χώρα αναμένεται να ξεκλειδώσουν το σχέδιο της κατάργησης του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, ενός φόρου ο οποίος επιβλήθηκε το 2014 και επιβαρύνει σήμερα περίπου 500.000 ιδιοκτήτες ακινήτων.

Με στόχο τη στήριξη της μεσαίας τάξης, η οποία λύγισε υπό το βάρος της υπερφορολόγησης στα χρόνια των Μνημονίων, το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει την ελάφρυνση των φορολογουμένων με μεσαία ακίνητη περιουσία μόλις το επιτρέψουν τόσο οι υγειονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνθήκες.

Το σχέδιο της κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου, ο οποίος επιβάλλεται σήμερα σε φορολογουμένους των οποίων η ακίνητη περιουσία υπερβαίνει τα 250.000 ευρώ, μπορεί να έχει παγώσει λόγω της κρίσης της πανδημίας, αλλά παραμένει ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης. Ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ που βεβαιώθηκε φέτος ανήλθε σε 631,38 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 352,52 εκατ. ευρώ πληρώνουν τα φυσικά πρόσωπα και 272,38 εκατ. ευρώ οι επιχειρήσεις.

Διπλός φόρος

Περίπου 450.000 φορολογούμενοι (φυσικά πρόσωπα) καλούνται κάθε χρόνο να πληρώσουν διπλό φόρο ακινήτων, αφού επωμίζονται κανονικά τον ΕΝΦΙΑ με τους συντελεστές που ισχύουν για όλους τους φορολογουμένους και επιπρόσθετα καλούνται να πληρώσουν «καπέλο» με κλιμακωτούς συντελεστές από 0,15% έως και 1,15%. Για περίπου 50.000 νομικά πρόσωπα ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται με συντελεστή 5,5‰ ενώ για τα ακίνητα τα οποία ιδιοχρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την άσκηση κάθε είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών, υπολογίζεται με 1‰.

Πάγιο αίτημα των ιδιοκτητών ακινήτων τα τελευταία χρόνια αποτελεί η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου ενώ πληροφορίες αναφέρουν πως και στους κόλπους των θεσμών επικρατεί η άποψη ότι ο φόρος αυτός αποτελεί την απόλυτη στρέβλωση στην αγορά ακινήτων. Μάλιστα ειδικοί της αγοράς επισημαίνουν ότι η διατήρησή του στα νομικά πρόσωπα θα συνεχίσει να αποτρέπει τους επενδυτές που θέλουν να επενδύσουν στο ελληνικό real estate. Η επιτροπή Πισσαρίδη, στην έκθεσή της για το σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, εισηγείται την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ καθώς θα έδινε ισχυρή ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου για τους ιδιώτες θα μειώσει τις στρεβλώσεις και θα ενισχύσει την αγορά ακινήτων». Μάλιστα σε μελέτη που είχε εκπονήσει το ΙΟΒΕ αναφέρεται ότι μόνο από την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ το ΑΕΠ «θα αυξηθεί κατά 1,1 έως 1,4 δισ. ευρώ τα χρόνια που έπονται της κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου ακίνητης περιουσίας, συγκριτικά με την περίπτωση στην οποία διατηρείται το υφιστάμενο φορολογικό καθεστώς. Επιπλέον, οι νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης μπορεί να ξεπεράσουν, μέσα σε μία πενταετία, τις 33.000, μέγεθος ιδιαιτέρως σημαντικό δοθέντος του υψηλού ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα».

Για την ιστορία αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η επιβολή συμπληρωματικού φόρου αποφασίστηκε, ύστερα από έντονες αντιδράσεις βουλευτών το 2013 εξαιτίας του αρχικού σχεδίου φορολόγησης των αγροτεμαχίων. Τα αγροτεμάχια, για λόγους πολιτικούς, έπεσαν τότε στα «μαλακά» και τη νύφη πλήρωσαν πολλαπλάσια τα αστικά ακίνητα με την επιβολή και συμπληρωματικού φόρου.

Οι τίτλοι τέλους στον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ δεν βρίσκονται πολύ μακριά. Αναμένεται να πέσουν όταν θα περάσει ο εφιάλτης της πανδημίας και η οικονομία θα έχει επιστρέψει σε ανάπτυξη. Οι νέες αντικειμενικές τιμές των ακινήτων αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή το 2021, στην περίπτωση βέβαια που δεν θα υπάρξουν δραματικές εξελίξεις στο μέτωπο του κορωνοϊού. Η ένταξη των 3.000 νέων περιοχών, που μέχρι σήμερα παραμένουν στο απυρόβλητο της Εφορίας, στο σύστημα των αντικειμενικών αξιών εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και θα ανοίξει τον δρόμο για την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ.