Στις 14 Μαΐου 1938, έχοντας πιει ένα μπουκάλι ουίσκι, ο Ρίχαρντ Σόργκε, κατάσκοπος των Σοβιετικών με έδρα το Τόκιο, ανέβηκε στη μοτοσικλέτα του· λίγο αργότερα έπεσε πάνω σε τοίχο. Πριν χάσει τις αισθήσεις του στο νοσοκομείο, κατάφερε να πει σε συνεργάτη του να του αδειάσει τις τσέπες, στις οποίες υπήρχαν αρκετά απόρρητα έγγραφα και αναφορές του στις ρωσικές υπηρεσίες που δεν είχαν ακόμα γραφεί σε κώδικα, καθώς και πολλά αμερικανικά δολάρια.

Η ευστροφία του τον γλίτωσε από το να αποκαλυφθεί και να συλληφθεί. Επίσης του επέτρεψε να γίνει, όπως γράφει ο Οουεν Μάθιους στο νέο του βιβλίο «Ενας άψογος κατάσκοπος: Ρίχαρντ Σόργκε, ο κύριος κατάσκοπος του Στάλιν», «ένας από τους σημαντικότερους κατασκόπους που έχουν ζήσει» – πολλές από τις κινήσεις του Σόργκε είχαν κρίσιμη επίδραση στην πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο συνδυασμός απερισκεψίας και ψυχραιμίας υπό πίεση μαζί με τη φήμη του ως ακούραστου εραστή με δεκάδες κατακτήσεις έχουν καταγραφεί σε δεκάδες τόμους από μελετητές. Πάνω σε αυτές τις μελέτες στηρίχθηκε ο Μάθιους, ερευνώντας ενδελεχώς τη ρωσική πλευρά της ιστορίας.

Ο κατάσκοπος γεννήθηκε στο Μπακού το 1895 από ρωσίδα μητέρα και γερμανό πατέρα που εργαζόταν ως μηχανικός σε εξορύξεις. Μεγάλωσε στη Γερμανία, κατετάγη στον στρατό και πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ αργότερα έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κατόπιν εργάστηκε στη Μόσχα για την Κομιντέρν, που διατηρούσε επαφές με τα κομμουνιστικά κινήματα σε όλον τον κόσμο. Αφότου, φαινομενικά, αποχώρησε από τις γραμμές του ΚΚ, έζησε στη Σαγκάη και αργότερα στο Τόκιο ως ανταποκριτής της γερμανικής «Frankfurter Zeitung» – όμως ο πραγματικός του εργοδότης ήταν οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες.

Εμφανιζόμενος ως αφοσιωμένος ναζί, ο Σόργκε κέρδισε την εύνοια του Εουτζεν Οτ, ο οποίος εντέλει διορίστηκε πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ιαπωνία. Καλλιέργησε δεσμούς με ιάπωνες αξιωματούχους και δημοσιογράφους και γρήγορα δημιούργησε ένα εκτεταμένο κατασκοπευτικό δίκτυο. Κι όλα αυτά παρότι έπινε πολύ και έκανε δεσμούς με πολλές από τις συζύγους των συνεργατών του (μεταξύ των οποίων και τη σύζυγο του Οτ). Παρ’ όλα αυτά δεν βρήκε ποτέ τον μπελά του. Οπως γράφει η Φρίντα Βάις, σύζυγος γερμανού διπλωμάτη, γοήτευε εξίσου άνδρες και γυναίκες: «Ηταν η ζωή και η ψυχή κάθε πάρτι».

Σε μια εποχή που οι ιαπωνικές Αρχές αναζητούσαν κατασκόπους παντού, ο Σόργκε νοίκιασε ένα ταπεινό σπίτι κοντά σε αστυνομικό τμήμα, που σημαίνει ότι κάθε άφιξη και κάθε αναχώρηση μπορούσε να καταγραφεί. «Ηταν το πιο απίθανο μέρος για να ζήσει ένας κατάσκοπος» γράφει ο Μάθιους. «Αυτός ακριβώς ήταν και ο σκοπός του. Ο Σόργκε παρέμεινε εκεί επί μία δεκαετία, κρυπτόμενος σε κοινή θέα». Ο συγγραφέας περιγράφει πως ο Σόργκε έπαιρνε πληροφορίες από το δίκτυό του και τις μετέφερε στον Οτ, που τον θεωρούσε ως το δεξί του χέρι. Ως αντάλλαγμα, ο πρεσβευτής του έλεγε τα πάντα για τις γερμανικές προσπάθειες να πειστεί η Ιαπωνία να επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, στην οποία εισέβαλε ο Χίτλερ τον Ιούνιο του 1941.

O Στάλιν αντιπαθούσε τον Σόργκε. Επειδή τον είχε προειδοποιήσει επανειλημμένα για τα σχέδια του Χίτλερ να εισβάλει στη Ρωσία σε μια περίοδο κατά την οποία ο Στάλιν απέρριπτε τέτοιου είδους αναφορές ως παραπληροφόρηση που είχε στόχο να πλήξει τη συνθήκη ναζί – Σοβιετικών. Οταν όμως η Μόσχα αντιμετώπισε τον κίνδυνο, ο Στάλιν χρειάστηκε να στηριχθεί πάνω στον Σόργκε για να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε. Τον Αύγουστο του 1941, το κατασκοπευτικό δίκτυο του Σόργκε στην Ιαπωνία επιβεβαίωσε ότι το Τόκιο σχεδίαζε να στείλει δυνάμεις νότια και όχι στη Σιβηρία. Ο Οτ παραδέχθηκε στον «φίλο» του ότι είχε αποτύχει να πείσει τους Ιάπωνες να πάρουν μέρος στην εισβολή στη Ρωσία. Χάρη στις διαβεβαιώσεις του Σόργκε, ο Στάλιν μπορούσε πλέον να αποσύρει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις από τα ανατολικά της χώρας – και έτσι να προστατεύσει επιτυχώς τη Μόσχα. Ο Σόργκε συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1941 αλλά ο Στάλιν αρνήθηκε μέχρι τέλους να τον ανταλλάξει με ιάπωνες κρατούμενους.