Παρότι τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισαν ότι χρειάζονταν και αυτά διακοπές, αυτό δεν σημαίνει ότι σταμάτησε η συζήτηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για το μέλλον του. Πόσο μάλλον, που αυτή η συζήτηση δεν αφορά απλώς την ανασυγκρότησή του αλλά έναν πιο βαθύ μετασχηματισμό.

Έτσι, παρότι ζούμε σε μια εποχή όπου η πολιτική επικοινωνία σφραγίζεται από την αμεσότητα της εικόνας, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ τηρείται η παράδοση της αριστεράς που θέλει την αντιπαράθεση να στηρίζεται πάνω στην αντιπαράθεση για έννοιες και όρους, εν προκειμένω αυτές που αφορούν τον ακριβή προσδιορισμό της διαδικασίας διεύρυνσης και μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ.

Και βέβαια, σε μια τέτοια συζήτηση δεν θα έλειπε και η επικέντρωση σε πρόσωπα. Παρότι μέχρι τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε τόσο μεγάλη επικέντρωση στο πρόσωπο του γενικού γραμματέα, από τη στιγμή που η σημαντική θέση ήταν αυτή του προέδρου, αυτή τη φορά ένας ιδιότυπος πόλεμος by proxy γίνεται γύρω από το πρόσωπο του Πάνου Σκουρλέτη που βρέθηκε στο στόχαστρο, κατηγορούμενος ότι εκφράζει τον «παλιό» ΣΥΡΙΖΑ και ότι δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ του 31,5%.

Οι διαφορετικές απαντήσεις για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ

Ποιο, όμως, είναι το επίδικο αυτής της αντιπαράθεσης; Με έναν τρόπο είναι το πώς θα μεταφραστεί πολιτικά και οργανωτικά η θέση που κατέχει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Γιατί αυτή τη στιγμή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκ των πραγμάτων κατέχει την κεντρική θέση σε ένα ευρύ φάσμα του πολιτικού τόξου, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του χώρου «αριστερά του κέντρου».

Με όρους προηγούμενων δεκαετιών, διεκδικεί εντός ενός νέου δικομματισμού, έναν ρόλο ανάλογο με αυτό που έπαιζε το ΠΑΣΟΚ απέναντι στην ΝΔ, έστω και εάν δεν έχει ούτε την ίδια ιστορική (και κυβερνητική) διαδρομή ούτε την ίδια μαζικότητα.

Αυτό παράγει σχηματικά δύο απαντήσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Η μία, την οποία φαίνεται να προκρίνει ο Αλέξης Τσίπρας, όπως και στελέχη που είναι κοντά σε αυτόν όπως ο Νίκος Παππάς, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε αυτό το νέο του ρόλο. Αυτό σημαίνει να γίνει ένα μαζικό προοδευτικό κόμμα, προοπτικά ακόμη και με ένα νέο όνομα, που να μπορεί να εκπροσωπεί κοινωνικές δυνάμεις ευρύτερες του ακροατηρίου της ριζοσπαστικής αριστεράς της προηγούμενης δεκαετίας.

Είναι προφανές ότι αυτή η τοποθέτηση δεν περιορίζεται απλώς στην οργανωτική μορφή, αλλά αφορά και το περιεχόμενο. Ουσιαστικά παραπέμπει σε έναν προγραμματικό λόγο που δεν θα απέχει πολύ από την κυβερνητική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την αναζήτηση προοδευτικών λύσεων εντός των περιορισμών που αντικειμενικά θέτει το ευρωπαϊκό πλαίσιο, τόσο ως προς την λιτότητα και τη δημοσιονομική πειθαρχία όσο και ως προς τον πρωτεύοντα ρόλο του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας.

Δηλαδή, είναι μια τοποθέτηση που θα μπορούσε να βρίσκεται εντός του πλαισίου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ενός χώρου που τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και ο Αλέξης Τσίπρας θεωρούν ιδιαίτερα κρίσιμο, εξ ου και η προσπάθεια ενίσχυσης των δεσμών με το Κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Η άλλη απάντηση είναι αυτή που υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατέκτησε αυτή τη θέση στο πολιτικό σύστημα όχι παρά την αριστερή ταυτότητά του, αλλά σε μεγάλο βαθμό χάρη σε αυτή. Με αυτή την έννοια αυτό που χρειάζεται είναι μαζικοποίηση και ανασυγκρότηση, αλλά όχι «μετάλλαξη».

Και εδώ η τοποθέτηση παίρνει θέση και σε σχέση με το πολιτικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διατηρήσει και να εμβαθύνει τον πολιτικό και ιδεολογικό ριζοσπαστισμό του και να βγάλει και τα ανάλογα συμπεράσματα από την περίοδο της διακυβέρνησης. Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να στηριχθεί αποκλειστικά και μόνο στην «προγραμματική αντιπολίτευση», ούτε αυτή να την δει μόνο ως «υπεύθυνη αντιπολίτευση», αλλά και να επιστρέψει στα κινήματα και να πρωταγωνιστήσει στην ανασυγκρότησή τους.

Η αντιπαράθεση για τον τρόπο εκλογής του προέδρου

Όλα αυτά συνδέονται και με την αντιπαράθεση γύρω από την οργανωτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ. Η μία άποψη, που εκφράστηκε και από τον Αντώνη Κωτσακά μετά τις εκλογές και η οποία λίγο πολύ απηχεί και την επιθυμία της ηγετικής ομάδας γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα για μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα μοντέλο ανάλογο με αυτό π.χ. του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, δηλαδή η μαζική εκλογή του προέδρου του κόμματος από τη βάση, ένα σύστημα που στην Ελλάδα υιοθέτησαν και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ από ένα σημείο και μετά.

Το σκεπτικό είναι ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να υπάρξει μια σημαντική οργανωτική προσέλκυση μελών και το ξεπέρασμα των σημερινών προβλημάτων όπου ένα κόμμα του 31,5% έχει οργανωμένα μέλη που αναλογούν σε πολύ μικρότερο σχηματισμό.

Κομβική σε αυτό το σημείο και λεγόμενη θεωρία των «δανεικών ψήφων». Σύμφωνα με αυτή την άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην εξουσία επειδή πήρε και πολλές ψήφους που δεν ανήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και άρα οφείλει πια να γίνει ένας σχηματισμός που μπορεί να τους εκπροσωπήσει.

Το ζήτημα το είχε αναδείξει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας όταν είχε υποστηρίξει λίγες μέρες πριν τις εκλογές ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει δανεικούς ψηφοφόρους που τον οδήγησαν στην εξουσία το 2015. Δεν είναι Συριζαίοι το 36% του Ελληνικού λαού».

Σε αυτή την τοποθέτηση υπάρχει όμως έντονος αντίλογος. Υποστηρίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υιοθετήσει τέτοιες αρχηγοκεντρικές πρακτικές, ούτε να σταματήσει να επιμένει στην ουσιαστική και σε βάθος συμμετοχή των μελών στη λήψη των αποφάσεων. Με τα λόγια του ίδιου του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Πάνου Σκουρλέτη: «Εμείς δεν πιστεύουμε σε ένα κόμμα οπαδών. Δεν θέλουμε followers θέλουμε μέλη που να έχουν μία ουσιαστική σχέση με την πολιτική, να συνδιαμορφώνουν τα πράγματα».

Ουσιαστικά, υπάρχει ένας φόβος ότι η αποσύνδεση της διαδικασίας εκλογής του προέδρου από τη διαδικασία του συνεδρίου και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί, θα κάνει ακόμη μεγαλύτερη την απόσταση ανάμεσα στην κομματική ηγεσία και την κομματική βάση.

Ο νέος εσωκομματικός συσχετισμός

Όλα αυτά σχετίζονται και με τους εσωκομματικούς συσχετισμούς. Ο Αλέξης Τσίπρας σε όλο το προηγούμενο διάστημα έδειξε ότι θέλει να προωθήσει μια ηγετική ομάδα αποτελούμενη από στελέχη που αναφέρονται σε αυτόν και μοιράζονται τη στρατηγική του. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την προώθηση στελεχών όπως ο Αλέξης Χαρίτσης, ο Νάσος Ηλιόπουλος, η Έφη Αχτσιόγλου, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος.

Ούτε δείχνει να επιθυμεί να διαπραγματευτεί με τις όποιες φωνές του κάνουν αντιπολίτευση «από τα αριστερά», όπως είναι η αποδυναμωμένη πλέον σε επίπεδο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης τάση των 53+.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει ως ένα βαθμό και τη σπουδή ως προς τις οργανωτικές αλλαγές και τη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο. Κι αυτό γιατί μια τυχόν μαζική εισροή μελών σε συνδυασμό με υιοθέτηση πιο χαλαρών μορφών συμμετοχής, θα σήμαινε και πολύ μικρότερη βαρύτητα των όποιων εσωκομματικών αντιπολιτεύσεων.

Ούτε είναι τυχαίο ότι σε αυτή τη φάση φαίνεται να υπάρχει μια επικέντρωση π.χ. στον Πάνο Σκουρλέτη. Ο γραμματέας του κόμματος μαζί με στελέχη όπως ο Νίκος Βούτσης ή ο Νίκος Φίλης, όλοι με κοινή προέλευση τον «Ρήγα Φεραίο», εκπροσωπεί και ένα ρεύμα που δεν ταυτίζεται με την στενή ηγετική ομάδα γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υιοθετεί και ρόλο «αριστερής αντιπολίτευσης», θεωρώντας ότι πρέπει να επιδιωχθεί η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να αποφευχθεί η υιοθέτηση πρακτικών και μορφών που θα παρέπεμπαν περισσότερο στο ΠΑΣΟΚ του παρελθόντος, παρά στις παραδόσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Ενδεικτική εδώ η τοποθέτηση του τέως Προέδρου της Βουλής Νίκου Βούτση που ζήτησε «να πάψουμε να φτωχαίνουμε αυτήν την πλούσια και δημιουργική συζήτηση που αφορά προφανώς και στο μέλλον μιας μαζικής, ανοικτής και ισχυρής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ και της σύγχρονης προοδευτικής παράταξης, με ρηχές αναλύσεις περί πασοκοποίησης και περί “δανεικών ψήφων”».