Στο σημείο μηδέν βρίσκεται η κρίσιμη «επιχείρηση αμίαντος» στο Μάτι και τον Νέο Βουτζά, όπου οι κάτοικοι καταγγέλλουν χρονικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης που ουδέποτε τηρήθηκαν, αλλά και απουσία νέου σχεδιασμού και χρονοδιαγράμματος για το συγκεκριμένο επείγον ζήτημα αποκατάστασης. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι πυρόπληκτοι προσανατολίζονται τώρα στην κατάθεση μήνυσης για έκθεσή τους σε κίνδυνο, ενώ έχει προηγηθεί εξώδικη διαμαρτυρία του Εξωραϊστικού Συλλόγου Μάτι προς τα υπουργεία Υποδομών και Περιβάλλοντος και τον Δήμο Μαραθώνα (έγγραφο που έμεινε αναπάντητο).

Η πραγματικότητα είναι ότι οκτώ μήνες μετά τη φονική φωτιά και δυόμισι εβδομάδες μετά την άσκηση πλημμεληματικών διώξεων για την εθνική τραγωδία οι κάτοικοι παλεύουν με την ανοιχτή πληγή του αμίαντου, που θα έπρεπε να έχει κλείσει από τις 30 Δεκεμβρίου 2018, με βάση τη συμφωνία κυβέρνησης και τεσσάρων εξειδικευμένων εταιρειών. Το σίγουρο επίσης είναι ότι νέες συμβάσεις δεν υπάρχουν ακόμα (προφανώς ούτε κονδύλια), γι’ αυτό πέφτουν στο κενό οι συνεχείς εκκλήσεις όσων επέζησαν από την τραγωδία με τους 100 νεκρούς να απαλλαγούν οριστικά από τον αργό «θάνατο» που παραμονεύει σε διαλυμένα σπίτια, αυλές και δημόσιους χώρους.

Απελπισία

«Η λέξη απελπισία είναι λίγη για να περιγράψει το κλίμα στην περιοχή μας. Φωνάζουμε από την πρώτη στιγμή για τον αμίαντο και όμως η διαδικασία έχει σταματήσει. Βρέχει, φυσάει και μας κυριεύει η ανησυχία. Αφήνουμε τον αμίαντο κληρονομιά στα παιδιά μας» επισημαίνει η Εφη Μπομπόνη, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Κατοίκων (ΣΕΚΜΑ). Το χρονικό μιας πρόχειρης έως χαοτικής διαχείρισης μεταφέρει η πρόεδρος του Εξωραϊστικού Συλλόγου Μάτι και μέλος της ΣΕΚΜΑ Τίνα Κολλάρου: «Ο αμίαντος και γενικώς περιβαλλοντικά ζητήματα τέθηκαν στους αρμοδίους ήδη από την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου 2018 όταν είδαμε τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου. Ακολούθησε η πρώτη επίσκεψη του υπουργού Υποδομών Χρήστου Σπίρτζη στο Μάτι και τελικά εκδόθηκε ένα δελτίο Τύπου των αρμόδιων υπουργείων που έδιναν γενικές και ελλιπείς, κατά τη γνώμη μας, οδηγίες προς τους κατοίκους για τον αμίαντο».

Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ίδια, από τον περασμένο Αύγουστο, πυρόπληκτοι (λόγω των καθυστερήσεων, είτε από άγνοια) άρχισαν να απομακρύνουν μόνοι τους και να πετούν αμιαντούχα υλικά – όπως σπασμένες στέγες ελενίτ – σε κάδους με μπάζα ή και στα χωράφια: «Προέκυψε έτσι μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. Δεν υπήρχε παρέμβαση της πολιτείας, με αποτέλεσμα να γεμίζουν σταδιακά με θραύσματα αμιάντου και οι κοινόχρηστοι χώροι. Απευθυνθήκαμε με υπόμνημα στο γραφείο του Αλέξη Τσίπρα και στο υπουργείο Υποδομών, μέχρι και ειδική τηλεφωνική γραμμή ζητήσαμε. Οποιος τηλεφωνούσε εκεί όμως άκουγε τη φράση «δεν ξέρουμε κάτι, πάρτε τον δήμο»! Τελικά μόνοι μας ξεκινήσαμε να τοιχοκολλούμε ενημερωτικά πόστερ».

Μπαλάκι ευθυνών

Για μήνες, σύμφωνα με τις καταγγελίες, υπάρχει ένα ασταμάτητο μπαλάκι ευθυνών: οι πυρόπληκτοι απευθύνονται στον δήμο, που δηλώνει αναρμόδιος, χωρίς τεχνογνωσία και χρήματα, και τους παραπέμπει στο υπουργείο, ενώ το υπουργείο τούς δείχνει τον δήμο δηλώνοντας αναρμόδιο για τους δημόσιους χώρους. Στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, πάντως, έγινε γνωστό ότι υπήρξε σύμβαση με τέσσερις εξειδικευμένες εταιρείες για την απομάκρυνση του αμιάντου από τις κατεστραμμένες κατοικίες: «Στην πράξη γνωρίζουμε ότι οι εταιρείες κατάφεραν να πιάσουν δουλειά προς τα τέλη του Οκτωβρίου στα κατεδαφιστέα σπίτια».

Οπως αποδεικνύεται, η σύμβαση (προϋπολογισμού 2.000.000 ευρώ) έπεσε έξω χρονικά, αλλά και όσον αφορά τους υπολογισμούς για το πού και πόσος αμίαντος υπάρχει στους πληγέντες οικισμούς της Ανατολικής Αττικής. Αρχικά από τις αυτοψίες που είχαν διενεργήσει τα τεχνικά κλιμάκια του υπουργείου Υποδομών είχε εκτιμηθεί η ύπαρξη αμιαντούχων υλικών και αποβλήτων σε 600 κτίρια στους Δήμους Μαραθώνα και Ραφήνας και στην Κινέτα του Δήμου Μεγαρέων.

«Υποχρέωση της Πολιτείας να καθαρίσει»

Ηχηρό καμπανάκι για επικίνδυνες τοξικές ουσίες στο Μάτι και στον Νέο Βουτζά είχε χτυπήσει σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα μετά τη φονική φωτιά της 23ης Ιουλίου 2018, προειδοποιώντας για επιπτώσεις (άμεσες και έμμεσες) κυρίως στους ευπαθείς οργανισμούς – παιδιά και ηλικιωμένους. Οκτώ μήνες μετά και ενώ σύμφωνα με τις καταγγελίες πυρόπληκτων μεγάλες ποσότητες αμιάντου παραμένουν διάσπαρτες στους δύο ισοπεδωμένους οικισμούς, ο παθολόγος – κλινικός φαρμακολόγος Αναστάσιος Σπαντιδέας χαρακτηρίζει απολύτως δικαιολογημένη την ανησυχία των κατοίκων και μέσω των «ΝΕΩΝ» κρούει ξανά τον κώδωνα του κινδύνου.

«Η Πολιτεία οφείλει να καθαρίσει άμεσα την περιοχή από όλες τις μολυσματικές εστίες, με όπλο τα ενδεδειγμένα μέτρα που πρέπει πάντα να λαμβάνονται για την ασφαλή απομάκρυνση τέτοιων τοξικών ουσιών» λέει και τονίζει: «Ο αμίαντος είναι ένα από τα ισχυρότερα μολυσματικά στοιχεία, αποδεδειγμένα καρκινογόνος. Μην ξεχνάμε επιπλέον ότι η πληγείσα περιοχή έχει ποτιστεί και από διοξίνες». Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η τοξική δράση των ουσιών αυτών δεν εξαντλείται στο πρώτο διάστημα μετά την πυρκαγιά αλλά επεκτείνεται ακόμα και για πολλά χρόνια. «Τώρα πια μιλάμε για τις έμμεσες, μακροχρόνιες επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό», ξεκαθαρίζει ο διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών.

Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι επιτακτική η ανάγκη να εφαρμοστούν το συντομότερο οι συγκεκριμένες προδιαγραφές για την ασφαλή απομάκρυνση του αμιάντου καθώς και διοξινών και άλλων χημικών ουσιών που προήλθαν από την καύση – κυρίως – πλαστικών: «Ολη αυτή η διαδικασία είναι υποχρέωση της Πολιτείας. Καλό είναι οι κάτοικοι εφόσον έχουν στο οικόπεδό τους ή στο σπίτι τους ή στο γειτονικό περιβάλλον τους υλικά αμιαντοτσιμέντου να ειδοποιούν τις κατάλληλες Αρχές ώστε να μην κινδυνέψουν οι ίδιοι».