O έρωτας φταίει για όλα. Εκείνος ο ανίκητος στη μάχη ήταν που τον έριξε στο αλώνι της τέχνης. Κι ας μην το φανταζόταν εύκολα κάποιος για εκείνον τον άνδρα που έμοιαζε τραχύς και σχεδόν πάντα θυμωμένος. Για εκείνον που είχε αφήσει το στίγμα του στην καλλιτεχνική σκηνή μέσα από τα αμιγώς πολιτικά και αντιστασιακά στην περίοδο της χούντας έργα του, τα καυστικά του σχόλια, τον παρεμβατικό δημόσιο λόγο του. Κι όμως, η αφετηρία για να αγαπήσει την τέχνη ήταν η Λιλίκα. Πήγαινε στην Α’ δημοτικού και περίμενε στη σειρά με τους συμμαθητές του για να κάνει ένα εμβόλιο. Για να διασκεδάσει τον φόβο του άρχισε να παρατηρεί τα υπόλοιπα παιδιά που ήταν γύρω του. Μέχρι που το βλέμμα του έπεσε στη Λιλίκα. Από εκείνη τη στιγμή θα έκανε τα πάντα για να την προσελκύσει. Και χωρίς να το συνειδητοποιήσει ως σύμμαχό του επέλεξε την τέχνη. Στην αρχή επιχείρησε να τη δελεάσει με κάτι χειροπιαστό. Βρήκε πηλό κι άρχισε να του δίνει σχήμα παιχνιδιών. Εψηνε τις δημιουργίες του μαζί με τις ελπίδες του για λίγη προσοχή από τη Λιλίκα στη σόμπα της τάξης, αλλά εκείνη έμενε ασυγκίνητη.

Στο επόμενο στάδιο επιχείρησε να δοκιμάσει τις εικαστικές της ευαισθησίες και της ζωγράφιζε ήλιους που τους κολλούσε στους τοίχους. Ούτε τότε ενέδωσε η Λιλίκα. «Ο πρώτος μου ανεκπλήρωτος έρωτας», τον θυμάμαι να λέει γελώντας κάτω από το χαρακτηριστικό του μουστάκι, σχεδόν πριν από έναν χρόνο, στην «κιβωτό» του, το ατελιέ του, κάτω από την Ακρόπολη. «Μόνο για χάρη της Λιλίκας έφτιαχνα κάτι. Ολα τα υπόλοιπα τα διέλυα. Δεν προλάβαιναν να μου χαρίσουν ένα παιχνίδι και το αποσυναρμολογούσα για να καταλάβω πώς το είχαν φτιάξει. Δεν βαριέσαι όμως. Μπορεί να μην τα κατάφερα με τη Λιλίκα, η δυναμική της πρωτογενούς ερωτικής επικοινωνίας όμως ήταν η αφετηρία να ανακαλύψω τον εαυτό μου. Κι αργότερα ανακάλυψα πως ο έρωτας καθόρισε την πορεία μου στην τέχνη».

Πριν ωστόσο ο έρωτας καθορίσει την πορεία του στην τέχνη, είναι εκείνος που του έδειξε τον δρόμο προς την τέχνη, κι ας μην ήταν η αναμενόμενη επιλογή για ένα αγόρι που είχε γεννηθεί στο προπολεμικό Αγρίνιο. Χωρίς αμφιβολία ακολούθησε την καρδιά του για να φτάσει στην μετεμφυλιακή Αθήνα του 1951 και να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών και ύστερα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο εξωτερικό: στην αρχή στο Παρίσι κι ύστερα στη μακρά καριέρα του να βρεθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες ώς τη Νότια Κορέα, είτε παρουσιάζοντας τη δουλειά του, είτε μοιράζοντας γενναιόδωρα στις επόμενες γενιές γνώσεις και εμπειρία ζωής μέσα από τη διδακτική διαδικασία, είτε για να παραλάβει ένα από τα πολλά βραβεία που συνόδευσαν την καριέρα του ως γλύπτη. Μια ιδιότητα με την οποία επέλεξε να αντικαταστήσει το επίθετό του.

Οι περισσότεροι τον γνώριζαν όπως ο ίδιος επιθυμούσε να συστήνεται: Θόδωρος γλύπτης. Το επώνυμο Παπαδημητρίου ήξεραν πολλοί λιγότεροι. Κι όταν ήθελες να του απευθυνθείς, δεν του άρεσε το «κύριε Παπαδημητρίου». «Θόδωρε παιδί μου, Θόδωρε. Κι αν σου είναι δύσκολο, λέγε με κύριε Θόδωρε», θυμάμαι την πρώτη μας γνωριμία κάπου πριν 18 χρόνια. Την εμμονή του να συστήνεται ως Θόδωρος γλύπτης δεν την αποδέχονταν εύκολα όσοι δεν ασχολούνται με την τέχνη. Την αντιμετώπιζαν ως καλλιτεχνική εκκεντρικότητα. Εκείνος όμως είχε τους λόγους του.

«Δηλώνω τεχνίτης, γλύπτης, επειδή ο γλύπτης κουβαλά μια κατασκευαστική γλώσσα με βαθύτατη ιστορία στον ανθρώπινο πολιτισμό. Το να παλεύω με τον πηλό, με τον γύψο, με το μάρμαρο, με το μέταλλο ήταν για μένα ηδονική σχέση. Αυτό το βιωματικό – αισθησιακό μέρος με καθοδήγησε», εξηγούσε. «Αλλωστε από τα χρόνια των σπουδών μου έλεγα στον εαυτό μου: «Θόδωρε, μην το παίξεις καλλιτέχνης. Αν δεν τα καταφέρεις, φύγε από το κάδρο». Κι ως σπουδαστής ήμουν πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Αυτή η στάση μου έδωσε τα εφόδια να μπορώ να εμβαθύνω στα πράγματα. Γι’ αυτό και δεν δήλωσα ποτέ καλλιτέχνης».

Δραστήριος, ακόμη και προς το τέλος της ζωής του που τα χρόνια βάραιναν τις πλάτες του μαζί με την πικρία που του άφησε η ατελέσφορη για εκείνον διεκδίκηση της έδρας της Γλυπτικής στην Ακαδημία Αθηνών και παρά τις αναστολές του έμοιαζε κατά βάθος πρόθυμος να μπει στον πειρασμό μιας καινούργιας ιδέας που θα τάραζε το τακτοποιημένο εργαστήριό του. Κι ας δήλωνε επισήμως ότι «και λόγω της ηλικίας μου πλέον δεν παράγω έργα. Δεν θέλω λόγω του ονόματος μου να διακινούνται έργα. Δεν θέλω να εκφυλίσω το έργο μου, διά μέσου του ονόματος διότι το έργο μου είναι η πορεία της ζωής μου, με τα λάθη μου και τις αδυναμίες μου».

Ακόμη όμως κι όταν δεν έμπαινε στη διαδικασία να δημιουργήσει ένα καινούριο έργο δύσκολα μπορούσε να κρύψει από τα σκούρα του γυαλιά την προσπάθειά του να μην αποσυρθεί. Να είναι παρών. Να αρθρώσει λόγο όπως είχε συνηθίσει να κάνει σε όλη του την πορεία με λεξιλόγιό του πότε τις ματράκ – φαλλούς, πότε τις οθόνες, πότε την περφόρμανς, τότε που έκανε τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα, πότε το εμβληματικό του Ωρολόγιον του Μετρό, μια δημιουργία του που κατέχει την κεντρικότερη θέση όλων των έργων τέχνης που κοσμούν τους σταθμούς καθώς δεσπόζει στο Σύνταγμα.

Ο Θόδωρος δεν είναι πια εδώ. Το ρολόι του όμως θα ισορροπεί πάνω από τα εκατομμύρια επιβάτες του μετρό ως άλλη δαμόκλειος σπάθη όπως ο χρόνος για να μας θυμίζει την αξία που έχει «η μαγεία της ισορροπίας στο μεταίχμιο του αέναου ερωτήματος».