Ο Στιγκ Ντάγκερμαν αυτοκτόνησε στα 31 του μόλις χρόνια, το 1954, έπειτα από την καταιγιστική επιτυχία που είχαν τα έργα του. Η σύντομη ζωή του υπήρξε πλούσια σε έρωτες, γάμους και περιπέτειες –πνευματικού κυρίως περιεχομένου. Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω το απολύτως πρωτότυπο, θυελλώδες είδος γραφής του και τις πιθανές επιρροές του, ένα πράγμα μου έγινε σαφές. Ηδη από τα 22 του, ίσως και νωρίτερα, έφερε τη σφραγίδα του επικείμενου θανάτου ανεξίτηλα αποτυπωμένη στο μέτωπό του. Σε λαϊκό ιδίωμα θα λέγαμε ότι έκαψε τις ασφάλειες από νωρίς. Η υπερενεργητικότητα του λόγου του, η καταιγιστική παράθεση ακραίων μεταφορών και παρομοιώσεων, ακόμη και για τα κοινότερα των πραγμάτων ή καταστάσεων, η διαρκής φιλοσοφική διερώτηση για την ύπαρξη ως τέτοια, σου δίνουν την αίσθηση ότι έχεις μπροστά σου μια ιδιοφυΐα εν βρασμώ ήδη καταδικασμένη σε θάνατο.

Κατά ειρωνεία της μοίρας, η χώρα του επιστράτου Ντάγκερμαν ήταν η μόνη από τις Σκανδιναβικές που δεν μπήκε ποτέ στον πόλεμο. Ωστόσο η αναμονή των φαντάρων στον στρατώνα που περιγράφεται εξπρεσιονιστικά εδώ, συνοδευόμενη από την καταστατική υπαρξιακή τους ανασφάλεια, έπαιξε πιθανότατα τον ρόλο της στην πορεία του συγγραφέα προς την αυτοχειρία. Με άλλα λόγια, μιας και ο πόλεμος δεν τον άγγιξε, εκτέλεσε ο ίδιος αργότερα τον εαυτό του. Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου το αποδεικνύει. Το φίδι συμβολίζει πρωτίστως τον φόβο τον προερχόμενο από τον παραλογισμό της μοίρας του καθενός, από τις ανεξέλεγκτες εξωτερικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τη ζωή, από το ίδιο το κράτος που αποφασίζει για σένα, αλλά και από αυτό που έμοιαζε σαν αυτοχειρία της Ευρώπης τα χρόνια εκείνα. Στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ένα φίδι τρομοκρατεί τον επικεφαλής μιας διμοιρίας αλλά ο εκ των πρωταγωνιστών Μπιλ, έμπειρος συλλέκτης ερπετών, το παγιδεύει. Εκτοτε το κουβαλάει στον γυλιό του, το χρησιμοποιεί ως απειλητικό όργανο, το ταΐζει κάνα ποντίκι ή το αποθέτει στο τραπέζι παγώνοντας την ομήγυρη. Στο μεταξύ οι φαντάροι ζουν τον παραλογισμό της επιστράτευσης, μπεκροπίνουν στο τοπικό επαρχιακό μπαράκι, διοργανώνουν πάρτι και την πέφτουν στις κοπέλες του χωριού ή στις εργαζόμενες στον στρατώνα.

Πόθος και ζήλεια

Μια τέτοια εργαζόμενη, η Ιρέν, δίνει τον τίτλο του στο πρώτο μισό του βιβλίου. Η ιστορία μας προσφέρεται από τη σκοπιά της, σε τρίτο πάντως πρόσωπο, με περιστασιακή εστίαση και στους λοιπούς εμπλεκομένους. Η κοπέλα είναι ερωτευμένη μ’ αυτό τον Μπιλ ο οποίος ωστόσο ρίχνει τα δίχτυα του και σε άλλες. Η Ιρέν παλεύει με όχι ιδιαίτερη επιτυχία να τιθασεύσει τον πόθο της προς το ανδρικό φύλο, ζηλεύει αφόρητα την τοπική γκαρσόνα, γίνεται πειθήνιο όργανο του Μπιλ στην προετοιμασία ενός πάρτι, τον παρακολουθεί να ερωτοτροπεί με άλλες. Οπότε, για αντιπερισπασμό, επιχειρεί να φλερτάρει κι αυτή με άλλους και βιαιοπραγεί κατά της μητέρας της όταν θα επιχειρήσει να την περιμαζέψει. Είναι προφανές ότι η αναμονή αυτού του πολέμου που τελικά δεν έρχεται αλλά και η εμφύτευση μιας νεόκοπης τεχνητής κοινωνίας (αυτής του στρατώνα) στο βουκολικό τοπίο της επαρχιακής Σουηδίας έχουν ανατρέψει την ευταξία και τις ηθικές σταθερές.

Στο δεύτερο πάλι μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Δεν κλείνουμε μάτι» η αφήγηση σπάει σε έξι διακριτά υποκεφάλαια, που θα μπορούσαν να συνιστούν και αυτόνομα διηγήματα. Εδώ έχουμε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ιστορία του σύγχρονου μυθιστορήματος όπου ο αφηγητής γίνεται συλλογικός. Οι ίδιοι οι φαντάροι αφηγούνται τους τρόμους και τους εφιάλτες τους, τα παράλογα επεισόδια του στρατιωτικού βίου και «την αποπνιχτική μυρωδιά του φόβου» αρχικά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που αργότερα διολισθαίνει σε συμβατικότερες αφηγηματικές φόρμες. Εδώ είναι που εμφανίζεται ως κυρίαρχο πρόσωπο και ο Γραφέας, ο Ντάγκερμαν αυτοπροσώπως. Οι πρωταγωνιστές φιλοσοφούν την κατάστασή τους, ειρωνεύονται τις αρχές, κάνουν πλάκες, συγκρούονται μεταξύ τους για μικροπρονόμια και κυρίως μεθοκοπούν απέναντι σε μια πραγματικότητα που τους διαφεύγει, μέχρι το τελικό εφιαλτικό όραμα του Γραφέα. Το φίδι δεν λησμονείται σε όλο αυτό τον κυκεώνα, τα πρόσωπα του πρώτου μέρους επανεμφανίζονται, ενώ η σκληρότητα της πραγματικότητας εκφραζόμενη από την χοϊκή βαρβαρότητα των νεαρών ανδρών ανταγωνίζεται εκείνην του πολέμου καθεαυτού. Ειδικά οι ερωτικές βιαιοπραγίες, περιλαμβανομένης μιας σκηνής παιδεραστίας (το πιο ξεκρέμαστο κεφάλαιο του βιβλίου) μοιάζουν ώρες ώρες απλώς να παραγεμίζουν το υλικό ώσπου να αποκτήσει την κρίσιμη μάζα.

Ο αναγνώστης λαχανιάζει

Εντούτοις, η αναβράζουσα, πρώιμη συγγραφική ιδιοφυΐα, παρά τον άναρχο χαρακτήρα της, τελικά κερδίζει το στοίχημα. Γιατί ο Ντάγκερμαν, οπαδός ενός είδους νοησιαρχίας, διατηρεί τον έλεγχο της αφήγησης και χρησιμοποιεί επιδέξια τα σύμβολα ως έκφραση ενός κεντρικού θέματος: του τρόμου της αρχέγονης ύπαρξης (και ταυτόχρονα της αποδοχής του). Οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις του είναι τόσο πυκνές και ακραία ευφάνταστες που ο ίδιος ο αναγνώστης λαχανιάζει προκειμένου να τις παρακολουθήσει υποψιαζόμενος ενίοτε ότι το πραγματικό θέμα του βιβλίου δεν είναι παρά η επίδειξη συγγραφικής δεξιοτεχνίας μέσω της πλήρους απελευθέρωσης της φαντασίας. Ωστόσο ο κόπος του θα ανταμειφθεί. Η πραγματικότητα αποδίδεται με οξυδέρκεια, η απελπισία δίνεται με ειλικρίνεια, ο ρυθμός είναι ασταμάτητος, η ένταση, η εγρήγορση και η φαντασία οδηγούν νομοτελειακά στην απώλεια ισορροπίας. Ο συγγραφέας είναι το πρώτο θύμα της, ο αναγνώστης πιθανώς το επόμενο, καθώς με μια τεχνική που διακρίνεται από φευγαλέα, θαμπά, μεγάλα πλάνα βουτάμε στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων διαμέσου του κόσμου των εξωτερικών φαινομένων. Το συλλογικό άγχος και η ακόλουθη αυτοανάλωση ριζώνει εδώ στην αντικειμενική πραγματικότητα.

Σκανδιναβική παράδοση

Βεγγαλικό που καταυγάζει την ύπαρξη

Ο Στιγκ Ντάγκερμαν έγραψε και άλλα σημαντικά βιβλία. Θεωρείται πια κλασικός. Οι επιρροές του από την πλούσια σκανδιναβική παράδοση (περιλαμβανομένου του θεάτρου του Ιψεν και του Στρίντμπεργκ) είναι εμφανείς, όπως εμφανής είναι και η κληρονομιά του Κάφκα ή ακόμη οι φρέσκιες τότε επιρροές του παραλόγου όπως είχε ήδη διατυπωθεί στο χαρτί λ.χ. από τον Αλμπέρ Καμί. Η κάθε φράση στη λογοτεχνία του, έγραφε ένας επιφανής σουηδός κριτικός, όσο επιτηδευμένη και αν είναι (και είναι αρκετά συχνά) μοιάζει με βεγγαλικό που καταυγάζει την ύπαρξη. Ωστόσο, η φωτεινή στιγμή παρέρχεται γρήγορα και οι στάχτες προσπίπτουν στο κεφάλι τού πρόσκαιρα έκθαμβου θεατή, αφήνοντας για κατακάθι ένα δαιμονικό χιούμορ. Με βεγγαλικό έμοιαζε εντέλει και η πλούσια ζωή του Ντάγκερμαν. Λογικό μοιάζει ως εκ τούτου ότι δεν επέπρωτο να την αντέξει για πολύ.

Stig Dagerman

Το φίδι

Μτφ. Γρηγόρης Ν. Κονδύλης,

Εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 319

Τιμή: 17 ευρώ