Η Δικαιοσύνη εδώ και πάρα πολλά χρόνια βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Σοβαρές ποινικές υποθέσεις με πολιτικό αντίκτυπο, κρίσιμες αποφάσεις περί της συνταγματικότητας νομοθετημάτων που αφορούν κεντρικές πολιτικές επιλογές της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας και μέτρων που λαμβάνονται εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης ή ακόμα και ετυμηγορίες δικαστηρίων που γίνονται πρωτοσέλιδα και «γεννούν» έντονη κριτική δημιουργούν ένα έντονα ηλεκτρισμένο πεδίο, όπου συνταγματικές και μη εξουσίες αλληλεπιδρούν και, ενίοτε, συγκρούονται.

Το σκηνικό αυτό, γνώριμο από χρόνια στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, βοήθησε ώστε να ωριμάσει η ιδέα ότι ήρθε η ώρα να τεθούν ξανά επί τάπητος κρίσιμα θέματα για τις σχέσεις της Δικαιοσύνης ως θεσμού με την κοινωνία και τις λοιπές εξουσίες. Με άλλα λόγια, να ξαναδούμε την έννοια της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Η αναμφισβήτητη συνταγματική κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας για πολλά χρόνια φαινόταν να είναι αρκετή ώστε να εξασφαλίζει την ηρεμία στους κόλπους της Δικαιοσύνης και την απρόσκοπτη εργασία των λειτουργών της.

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ. Το Σύνταγμα –ο Καταστατικός Χάρτης της χώρας –καθιερώνει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των δικαστών. Σύμφωνα με το άρθρο 26, η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια και οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. Στην ίδια μάλιστα συνταγματική διάταξη καθιερώνεται και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι: «Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού».

Η τυπική αυτή διάκριση των εξουσιών, που οριοθετεί πέραν πάσης αμφιβολίας τον ρόλο των τριών συνταγματικώς κατοχυρωμένων εξουσιών, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, δεν είναι πάντα αρκετή για να καταστήσει αδιαμφισβήτητο τόσο τον διαχωρισμό όσο και το λεγόμενο ισόκυρο των τριών συνταγματικών εξουσιών. Το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των τριών κρατικών λειτουργιών, με τις τριβές που αναπτύσσονται συχνά, δείχνει ότι η έννοια της διακριτής λειτουργίας –άρα «αλληλοσεβασμού» μεταξύ των εξουσιών -, αν και είναι συνταγματική επιταγή, δεν είναι δεδομένη.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ «ΑΣΥΜΜΕΤΡΩΝ ΑΠΕΙΛΩΝ». Η διάταξη του άρθρου 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος, που προβλέπει την εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, κατά πολλούς –όχι όλους –νοθεύει το ισόκυρο των εξουσιών και ενίοτε μπορεί να γεννά «υπόγειες» σχέσεις ικανές να νοθεύσουν την ανεξαρτησία ατομικά των δικαστών, όπως αυτή θεμελιώνεται στα άρθρα 87 και επόμενα του Συντάγματος. Οι διατάξεις αυτές θέτουν τις βάσεις της ατομικής ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστών που συγκροτούν τα δικαστήρια, εισάγοντας ένα πλέγμα ρυθμίσεων σχετικά με τον τρόπο διορισμού, το μισθολόγιό τους, τις προαγωγές και την συνταξιοδότησή τους.

Ωστόσο, ζούμε πια στην εποχή των «ασύμμετρων απειλών» και η συνταγματική προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας μοιάζει κάποιες φορές να είναι πια λίγο ανεπαρκής. Η Δικαιοσύνη βάλλεται –ή κάποιες φορές φωνάζει ότι βάλλεται –από εξωγενείς παράγοντες, με αποτέλεσμα να παρενοχλείται στη –θεσμικά επιβεβλημένη –ηρεμία της. Το γεγονός ότι οι δικαστές ζουν στην ίδια κοινωνία όπως όλοι μας και κατά συνέπεια είναι εκτεθειμένοι σε ποικίλες επιθέσεις ή απειλές –ιδιαίτερα σε υποθέσεις με πολιτικό άρωμα ή με πολιτικές προεκτάσεις –δημιουργεί κατά πολλούς την ανάγκη νέας θεσμικής θωράκισης –ή μήπως όχι;

Ο δικαστής, όπως έχει επισημάνει από την πλευρά του ο πρώην πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ Βασίλης Σκουρής σε ομιλία του με τίτλο «Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης: 30 χρόνια μετά», «πρέπει να απονέμει δικαιοσύνη βασιζόμενος αποκλειστικά στο Σύνταγμα, στους νόμους και στη συνείδησή του, χωρίς να υποκύπτει σε πιέσεις ή να δέχεται οδηγίες από άλλα κρατικά όργανα ή ιεραρχικώς ανώτερα δικαστήρια. Ακόμη ο δικαστής οφείλει να αγνοεί υποδείξεις που προέρχονται από άλλες πηγές, όπως είναι διάφοροι πολιτικοί οργανισμοί και πολιτικές δυνάμεις, κοινωνικές ομάδες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, μέσα μαζικής ενημέρωσης, σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης».

Αρα μήπως αρκεί να κλείσει ο δικαστής τα αφτιά του σε σειρήνες και απειλές για να επιτελέσει το έργο του όπως επιβάλλει το Σύνταγμα; Δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγοι μήνες από την ημέρα που ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Νίκος Σακελλαρίου, ανήμερα την 43η επέτειο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας (24 Ιουλίου 2017), με μια παρέμβαση υψηλού συμβολισμού, μίλησε για «τις συνεχιζόμενες, άνευ προηγουμένου, επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της». «Από της θέσεως ταύτης, ως πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρχαιότερος δικαστής της χώρας και πρόεδρος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εκπροσωπώντας το σύνολο της ελληνικής Δικαιοσύνης, καταδικάζω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις παντελώς αδικαιολόγητες αυτές επιθέσεις από όπου και αν προέρχονται, επιθέσεις οι οποίες στρέφονται ευθέως κατά του κράτους δικαίου, θεμελιώδης πυλώνας του οποίου είναι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, στη μείωση του κύρους της οποίας προδήλως αποβλέπουν. Οι απρόκλητες αυτές επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της επιβάλλεται να παύσουν αμέσως για να μπει ένα τέλος στην απαράδεκτη και στείρα αυτή αντιπαράθεση μεταξύ της κυβερνήσεως και της Δικαιοσύνης» είχε πει, μεταξύ άλλων, στο «διάγγελμά» του παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων ο Νίκος Σακελλαρίου, καλώντας όλα τα εμπλεκόμενα μέρη σε αυτοσυγκράτηση.

ΓΟΝΙΜΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ. Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή υποθέσεις που «καίνε», κατά το κοινώς λεγόμενο, αλλά και στο πλαίσιο της, ώριμης πια, συζήτησης για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, το ζήτημα της ουσιαστικότερης και αποτελεσματικότερης υπεράσπισης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης γίνεται –ή πρέπει να γίνεται πια –στη βάση ρεαλιστικών προτάσεων, ικανών να συσπειρώσουν πολιτικές δυνάμεις και θεσμικούς φορείς και να απαντήσουν με επίκαιρο τρόπο στα θέματα που ανακύπτουν από μια ραγδαία μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα. «ΤΑ ΝΕΑ», με αφορμή τη συζήτηση αυτή περί συνταγματικής αναθεώρησης, ζήτησαν από έγκριτους, πρώην και εν ενεργεία, υψηλόβαθμους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και από καθηγητές πανεπιστημίου να καταθέσουν την επιστημονική τους άποψη –απόσταγμα πολυετούς εμπειρίας και ενασχόλησης με τη θεωρία του δικαίου –για το μείζον ζήτημα της ανεξαρτησίας στον χώρο της Δικαιοσύνης.

Τις θέσεις τους για το δίπτυχο συνταγματική αναθεώρηση και δικαστική ανεξαρτησία αναπτύσσουν μέσω των «ΝΕΩΝ», από σήμερα και για τις επόμενες ημέρες, οι (κατά αλφαβητική σειρά): Χρίστος Γεραρής, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ και υπηρεσιακός υπουργός Δικαιοσύνης, Γρηγόρης Καλφέλης, καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Ιωάννης Καραβοκύρης, πρώην πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και νυν πρόεδρος του ΑΣΕΠ, Κωνσταντίνος Μενουδάκος, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ και νυν πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Κώστας Μποτόπουλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Μιχάλης Πικραμένος, σύμβουλος Επικρατείας και αναπληρωτής καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Κώστας Χρυσόγονος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και ευρωβουλευτής.

Στόχος είναι η προσπάθεια αυτή να συμβάλει στην κατεύθυνση μιας πιο εμπεριστατωμένης, ειλικρινούς και γόνιμης συζήτησης, χωρίς φωνές, ικανής να εισηγηθεί λύσεις με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και, πάνω απ’ όλα, σεβασμό στον τόσο ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης.